Η Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, η οποία λειτουργεί απρόσκοπτα απ’ όταν ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός έχτισε κάστρο γύρω από τη Φλεγόμενη Βάτο, έγινε αντικείμενο δικαστικής απόφασης και αιτία ξαφνικής διπλωματικής έντασης ανάμεσα στις φίλες χώρες Ελλάδα και Αίγυπτο. Η παρουσία του Χριστιανισμού στο Σινά καταγράφεται από τα μέσα του τέταρτου αιώνα, όταν ο μεγάλος Σύρος ασκητής Ιουλιανός έχτισε εκκλησία στην κορυφή του Ορους του Μωυσή. Το κάστρο του Ιουστινιανού αποπερατώθηκε το 556-557. Ομως, η μονή είναι σημαντική όχι μόνο για τους Ελληνορθόδοξους, αλλά για όλους τους χριστιανούς, για τους Εβραίους και τους μουσουλμάνους, καθώς είναι το σημείο όπου ο Θεός μίλησε στον Μωυσή μέσω της Φλεγόμενης Βάτου και όπου του παρέδωσε τις Δέκα Εντολές. Εκεί, μέσα στη φωνή απαλής αύρας, ο Προφήτης Ηλίας διέκρινε την παρουσία του Θεού. Εκεί υπήρξε ηγούμενος ο Αγιος Ιωάννης, συγγραφέας της «Κλίμακος», που καταγράφει την πορεία της αρετής από τα κατώτερα σκαλοπάτια έως την ηθική τελειότητα. Η Αγία Αικατερίνη είναι η αρχαιότερη εν λειτουργία χριστιανική μονή, η βιβλιοθήκη της η πλουσιότερη σε θησαυρούς μετά αυτή του Βατικανού. Μεταξύ των θησαυρών της είναι και επίσημο αντίγραφο της δέσμευσης του Προφήτη Μωάμεθ ως προς την προστασία «των ακολούθων του Ναζωραίου σε Ανατολή και Δύση». Η μελέτη παλίμψηστων της βιβλιοθήκης αποτελεί παγκόσμιας σημασίας εγχείρημα, το οποίο αποκαλύπτει, μεταξύ άλλων, χαμένα κείμενα αλλά και τις διαχρονικές επισκέψεις προσκυνητών στη μονή από μακρινές γωνιές της χριστιανοσύνης. Πώς μπορεί να απειλείται η συνέχιση ενός ζωντανού μνημείου που επέζησε από τόσες δυσκολίες μέσα σε 1.500 χρόνια;
Οσο αδιανόητο είναι να εγείρεται ζήτημα ιδιοκτησίας της μονής, τόσο δύσκολο είναι για μια χώρα στην εποχή μας να διαχειριστεί κάτι που βρίσκεται εκτός κρατικού πλαισίου.
Ο κύριος λόγος ανησυχίας είναι ότι στην εποχή μας τίποτα δεν είναι απίθανο. Συνθήκες αιώνων, κανόνες συμπεριφοράς, παραδοσιακές αξίες και συμμαχίες ανατρέπονται με μεγάλη ευκολία, καθώς η αναστάτωση στο διεθνές σύστημα διακυβέρνησης ενθαρρύνει όσους θέλουν να διαμορφώσουν τα πράγματα όπως τους συμφέρει. Την ίδια ώρα, κυβερνήσεις πιέζονται στο εσωτερικό από ακραίες δυνάμεις, και ο εθνικισμός είναι πάντα χρήσιμο εργαλείο για τη συσπείρωση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Αυτό ενθαρρύνει διχασμό και επιδείξεις ισχύος εναντίον μειονοτήτων – συχνά θρησκευτικών. Ομως, στην περίπτωση της Μονής του Σινά, ίσως βαθύτερη αιτία ανησυχίας είναι η αναντιστοιχία μεταξύ «θρησκευτικού χρόνου» και του χρόνου της πολιτικής. Η μονή λειτουργεί αδιάκοπα για πάνω από 1.500 χρόνια, ενώ η Αίγυπτος έγινε ανεξάρτητο κράτος μόλις πριν από έναν αιώνα, το 1922. Η ίδια η έννοια ανεξάρτητων, κυρίαρχων κρατών μετράει μόλις 377 χρόνια (από τη συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648). Ετσι, είναι εξαιρετικά δύσκολο για μια θρησκευτική κοινότητα, μια μονή-φύλακα ιερών τόπων και κειμηλίων, να αναγκαστεί να συμμορφωθεί με τις γραφειοκρατικές και πολιτικές επιταγές ενός κράτους. Οσο αδιανόητο είναι να εγείρεται ζήτημα ιδιοκτησίας της μονής, τόσο δύσκολο είναι για μια χώρα στην εποχή μας να διαχειριστεί κάτι που βρίσκεται εκτός κρατικού πλαισίου, που ανήκει, ουσιαστικά, σε άλλο κόσμο, που κινείται σε άλλο χρόνο. Ενδιαφέρουσα πτυχή αυτής της «ασυμφωνίας» είναι πως εμείς οι Ελληνες έχουμε πηγαία αντίληψη του ιστορικού χρόνου. Η ένταση, η συγκίνηση, η κινητοποίηση που προκάλεσε η απειλή στο ιδιοκτησιακό και λατρευτικό καθεστώς της Μονής της Αγίας Αικατερίνης (όπως και ο διαχρονικός θρήνος για την Αλωση), είναι ζωντανή έκφραση μιας αρχαίας αίσθησης οικουμενικότητας. Πράγματα που συνέβησαν ή συμβαίνουν σε άλλους τόπους ή χρόνους μάς αφορούν άμεσα – και ως έθνος, και προσωπικά.
Τώρα, οι κυβερνήσεις της Αιγύπτου και της Ελλάδας καλούνται να εξασφαλίσουν την αδιάκοπη και ομαλή πορεία της μονής μέσα στους επόμενους αιώνες.

