Το casus belli κατά της Ελλάδας αποτελεί μια μόνιμη απειλή της Τουρκίας εναντίον όχι μόνο μιας συμμάχου στο ΝΑΤΟ, αλλά και μιας χώρας-μέλους της Ε.Ε., στην οποία προσβλέπει η Αγκυρα για τη χρηματοδότηση της αμυντικής βιομηχανίας της.
Είναι, προφανώς, απαράδεκτο και η άρση του θα έχει ιδιαίτερη συμβολική αξία. Υπό αυτό το πρίσμα, σωστά η κυβέρνηση φέρνει το ζήτημα στο προσκήνιο.
Ωστόσο, είναι μάλλον υπερβολική η σημασία που αποδίδεται σε ενδεχόμενη τέτοια κίνηση της Τουρκίας, έστω και αν έμπειροι διπλωμάτες της γειτονικής χώρας με ιδιαίτερη επιρροή στις διμερείς σχέσεις τη χαρακτηρίζουν «μαξιμαλιστική» απαίτηση της ελληνικής πλευράς.
Το casus belli δεν είναι απόφαση κυβέρνησης, ούτε νόμος του κράτους. Είναι ένα ψήφισμα που υιοθέτησαν μέλη της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης το 1995. Θα μπορούσε να υπάρξει μια ανάλογη ενέργεια καλής θελήσεως, που να το αναιρεί.
Σε πρακτικό επίπεδο, όμως, δεν αλλάζουν πολλά. Δεν αποσύρονται τουρκικές διεκδικήσεις, αμφισβητήσεις ή απαιτήσεις, κάτι που όντως θα αποτελούσε εξέλιξη ουσίας.
Δεν αποσύρονται τουρκικές διεκδικήσεις, αμφισβητήσεις ή απαιτήσεις, κάτι που όντως θα αποτελούσε εξέλιξη ουσίας.
Οι εξελίξεις στο μέτωπο της αμυντικής συνεργασίας της Ε.Ε. με την Τουρκία δημιουργούν ένα δύσκολο περιβάλλον. Ενα τέταρτο του αιώνα μετά το Ελσίνκι, ωστόσο, η χρονική συγκυρία ίσως ανοίγει ένα «παράθυρο ευκαιρίας» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Το προσεχές διάστημα, μέχρι τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ και το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας, θα μπορούσε να αναπτυχθεί μια αμοιβαία επωφελής διπλωματική δυναμική, έχοντας ως πυξίδα την παραπομπή στη Χάγη.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι περιττό να αναφέρει κανείς ότι θα πρέπει να υπάρξει συναίνεση στο εσωτερικό και όχι αντιπολιτευτικές κορώνες και εκτόξευση κατηγοριών, οι οποίες το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να αποδυναμώνουν την ελληνική θέση.
Η κυβέρνηση καλείται να πάρει τη σχετική πρωτοβουλία με κινήσεις που να διευκολύνουν, όχι να δυσχεραίνουν, την παροχή στήριξης.
Από την πλευρά τους, όσα κόμματα της αντιπολίτευσης επιλέξουν να κινηθούν με γνώμονα το μακροπρόθεσμο εθνικό συμφέρον και όχι το βραχυπρόθεσμο κομματικό όφελος, να συναινέσουν σε μια εθνική γραμμή που θα αποσκοπεί στην εξασφάλιση οφελών από τη διασύνδεση συγκεκριμένων ζητημάτων με τη διαφαινόμενη εμβάθυνση της αμυντικής συνεργασίας της Ε.Ε. με την Τουρκία, η οποία –και αυτό έχει σημασία– παρά τις όποιες «δικλίδες ασφαλείας», δεν είναι εύκολο να αποτραπεί.

