Η κυβέρνηση επιδίδεται σε έναν (ιδιάζοντα) πρωταθλητισμό, αυτόν της υποδιαστολής: Πόσα δέκατα της μονάδας αυξάνεται το ΑΕΠ περισσότερο από τα ΑΕΠ άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Υποτίθεται ότι αυτό δείχνει πως η ελληνική οικονομία είναι πιο δυναμική και οι τυχεροί ιθαγενείς αυτού του τόπου απολαμβάνουν τους καρπούς της κυβερνητικής μέριμνας. Αλλά ο δυναμισμός μιας οικονομίας κρίνεται, τελικά, από το εάν δημιουργεί καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Και η ελληνική οικονομία πρωταγωνιστεί στην υπερπαραγωγή νεόπτωχων, φτωχών όχι επειδή είναι άνεργοι, αλλά επειδή έχουν δουλειά, με γλίσχρους μισθούς: Το 62,5% των μισθωτών παίρνουν έως 1.200 ευρώ μεικτά, έως 956 καθαρά. Για λόγους, δε, πληρότητας της εικόνας σημειώστε ότι η μέση σύνταξη του ιδιωτικού τομέα είναι 766 ευρώ.
Δεύτερη ένσταση είναι ότι η ελληνική οικονομία έχασε πάνω από το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της στην παρατεταμένη κρίση χρέους, άρα ήταν εύλογο να «τρέξει» λίγο ταχύτερα. Πολύ περισσότερο –η τρίτη ένσταση– που είναι κατά κύριο λόγο μια οικονομία (παραδοσιακού, κυρίως, χαρακτήρα) υπηρεσιών, δεν διαθέτει ανάλογη παραγωγική βάση με εκείνη των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών οικονομιών, με αποτέλεσμα να μην υποστεί τις βαριές συνέπειες της ενεργειακής κρίσης που εκείνες υπέστησαν. Τέταρτη ένσταση, οι ρυθμοί που πετυχαίνουμε οφείλονται εν πολλοίς στις (επενδυτικές/καταναλωτικές) δαπάνες που γίνονται χάρη στο ευρωπαϊκό λεφτόδεντρο, το ΤΑΑ. Με την ολοκλήρωσή του, τέλη 2026, οι ρυθμοί του ΑΕΠ πέφτουν στην περιοχή του 1%. Η επικέντρωση στα δέκατα της αύξησης του ΑΕΠ, βεβαίως, δεν είναι τυχαία: Υπηρετεί ευρύτερες προπαγανδιστικές επιδιώξεις.
Τόσα λεφτά πάνε σε επιδόματα, στις μαύρες τρύπες του κοινωνικού κράτους ή, πάλι, σε τσιμέντα…
Αφενός, αυτός ο ιδιόμορφος πρωταθλητισμός των δεκάτων οικονομικής μεγέθυνσης τείνει να δικαιώνει τον τύπο της οικονομικής μεγέθυνσης: Αφού το μοντέλο δουλεύει καλά, άρα αυτό είναι το κατάλληλο, αυτό προκρίνει η «αγορά», και όλα τα άλλα, περί αλλαγής οικονομικού προτύπου, είναι εκτός πραγματικότητας φαντασιώσεις – λέει ο μύθος. Αυτό μεταφράζεται σε εφαρμοσμένη πολιτική, όπως επιβεβαιώνεται και από τη –με μεγάλη αδιαφάνεια– διαχείριση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων: Αντί να προωθούνται ο πράσινος και ψηφιακός εκσυγχρονισμός της οικονομίας και η βιώσιμη ανάπτυξη της παραγωγικής βάσης της, χρηματοδοτείται η αναπαραγωγή του παραδοσιακού μοντέλου. Τόσα λεφτά πάνε σε επιδόματα, στις μαύρες τρύπες του κοινωνικού κράτους ή, πάλι, σε τσιμέντα…
Τελικά, ο πρωταθλητισμός των δεκάτων μεγέθυνσης τείνει να αποσιωπά θεμελιώδη ερωτήματα και να εκτρέπει τη συζήτηση για τον δημοκρατικό προσδιορισμό απαντήσεων. Πέρα από τα δέκατα της μεγέθυνσης υπάρχει και η βαθύτερη ουσία της πολιτικής για μια κοινωνία που θέλει να λέγεται δημοκρατική: Πώς, ποιοι στόχοι βιώσιμης μεγέθυνσης τίθενται, σε ποιο πλαίσιο ευρύτερης, πραγματικά αναπτυξιακής πολιτικής, με ποιους θεσμούς συμμετοχικούς (ή αποκλεισμού;), με ποιο πλαίσιο και σε ποια πεδία συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, με τι είδους πρόνοιες για την αντιμετώπιση των παρενεργειών στο περιβάλλον και άλλες, με ποιες αξίες και προτεραιότητες που θα διέπουν την προσπάθεια και θα υπηρετούνται από αυτήν.

