Στην καρδιά του Μανχάταν, εν μέσω της γραφικής οδού Prince, απέναντι από τη βασιλική του Αγίου Πατρικίου –παλιό καθεδρικό ναό της Νέας Υόρκης– δεσπόζει εδώ και μερικά χρόνια η μορφή του Πάπα Φραγκίσκου. Στο ίδιο επιτοίχιο γκράφιτι, στην εξωτερική πλευρά ενός μοδάτου καφέ, με έμφαση στις οργανικές πρώτες ύλες, παρατίθεται ένα σύντομο απόσπασμα της αναστάσιμης επιστολής που ο Ποντίφικας είχε απευθύνει, με αφορμή τη συνάντηση εκπροσώπων των λαϊκών κινημάτων και οργανώσεων, στις 12 Απριλίου 2020, διαπιστώνοντας ότι «είναι ίσως η στιγμή να συζητήσουμε για τη θεσμοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος παντού στον πλανήτη».
Ως ύπατος εκκλησιαστικός λειτουργός, ο Πάπας Φραγκίσκος κατόρθωσε χωρίς να διολισθήσει σε εκκοσμίκευση της αποστολής του, να μην ατενίζει αφ’ υψηλού τις θεμέλιες υλικές ανάγκες κάθε έμβιας ύπαρξης. Προσηλωμένος στη συμπεριληπτική θέαση του κόσμου και στην ενοποιητική ουσία της χριστιανικής πίστης, συνέδεσε εγκαίρως την κλιματική κρίση και το έλλειμμα διαγενεακής αλληλεγγύης ως προς την αξιοποίηση των περιβαλλοντικών πόρων με το καθήκον αδιάλειπτης έργω μέριμνας προς τον πλησίον.
Η συνεπής παρέκκλιση του ισχυρού Προκαθημένου από το αλάθητο των αρχών της realpolitik και ο αιρετικός αντίλογός του προς «τα καλά και συμφέροντα» των φορέων της πολιτικής και οικονομικής ισχύος υπήρξαν συχνά η επιδραστικότερη συνηγορία στο όνομα των πλέον εμπερίστατων και η πλέον καίρια ιδιοσυγκρασιακή του παρακαταθήκη. Η ακούσια νομαδική περιπλάνηση προσφύγων, μεταναστών, πολιτικώς διωκομένων, απάτριδων, οι φυλακισμένοι, οι διαβιούντες στο όριο ή κάτω από το όριο της φτώχειας, οι τοξικοεξαρτημένοι, οι επί μακρόν άνεργοι, οι δύσκολοι αυτοπροσδιορισμοί μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού φύλου, ο σεξουαλικός προσανατολισμός και τα εναλλακτικά οικογενειακά σχήματα, όλα αυτά, και κυρίως αυτά, συγκροτούσαν μέρος του ζωντανού και εν Χριστώ εξελισσόμενου οικοσυστήματός του.
Oταν ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Tζέι Ντι Βανς, διαπρύσιος θιασώτης του εθνοκεντρικού χριστιανισμού, παρέπεμπε, στις αρχές του περασμένου Φεβρουαρίου, στην κατά Θωμά Ακινάτη ordo amoris ως θεολογικό κανόνα ιεραρχικής πρόταξης των οικείων –οικογένεια, πατρίδα, εθνική κοινότητα– έναντι του ξένου, άγνωστου, επείσακτου, ο Φραγκίσκος, παρά τις ήδη φθίνουσες οργανικές αντοχές του, δεν σιώπησε.
Με τον πλέον επίσημο τρόπο θύμισε, στο πλαίσιο επιστολής που απηύθυνε στο σώμα των επισκόπων, ότι στη χριστιανική πίστη τον αγαπητικό κανόνα θέτει πρωτίστως το παράδειγμα του ευαγγελικού Σαμαρείτη. Αποκρούοντας την αθεολόγητη ταύτιση μεταξύ πατριωτικού ζηλωτισμού και δογματικής καθαρότητας, επέμεινε στον ορίζοντα της χριστιανικής οικουμενικότητας. Η έμπρακτη μέριμνα του ευαίσθητου Σαμαρείτη προέταξε τον πάσχοντα έναντι ανειλημμένων δεσμεύσεων, καλύπτοντας μάλιστα το κόστος της περίθαλψης. Η προτεραιοποίηση των αναγκών του πλησίον στο πρόσωπο ενός ανοίκειου και σωματικά καταπονημένου συνανθρώπου αποδίδει κατά τον Φραγκίσκο, το ζητούμενο μέτρο της αγάπης.
Αποκρούοντας την αθεολόγητη ταύτιση μεταξύ πατριωτικού ζηλωτισμού και δογματικής καθαρότητας, επέμεινε στον ορίζοντα της χριστιανικής οικουμενικότητας.
Το ευσπλαχνικό μανιφέστο του Αποστόλου Παύλου είναι, άλλωστε, μονοσήμαντο υπέρ της καθολικής ενότητας: «Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Ελλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ· πάντες γαρ υμείς εις εστε εν Χριστώ Ιησού». Οι κοσμικές διακρίσεις δεν αφορούν το χριστιανικό ήθος, ενώ ο κατηγορηματικός τόνος του αποστολικού κειμένου δεν αφήνει περιθώρια ερμηνευτικών στρεβλώσεων: «Μείζων δε πάντων η αγάπη».
Η σημειολογική υπεραξία της παπικής θεολογικής αντίκρουσης γίνεται αντιληπτή κυρίως αν συνεκτιμηθεί με τις θεμελιώδεις ιδεολογικές, πολιτικές, κοινωνικές μετατοπίσεις που συντελούνται με καταιγιστικό ρυθμό, στις ΗΠΑ, ήδη από τον Ιανουάριο. Η θεολογική ανάδειξη του απαράγραπτου ειδικού βάρους κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, ανεξάρτητα από το αστικό status και την καταγωγική προέλευση, ενισχύει καθοριστικά τη δικαιοκρατική ευθύνη της δημοκρατικής πολιτείας.
Το ύφος γραφής και ο συνεπής υπέρ αδυνάτων βίος και πολιτεία του δωρικού Πάπα Φραγκίσκου θέτουν κατ’ αυτόν τον τρόπο το μέτρο – και μάλιστα όχι μόνο το πνευματικό, όπου διακυβεύονται τα μείζονα, η σιωπή ισοδυναμεί με συνενοχή. Οσοι δρουν επί του πεδίου, με αρμοδιότητες καθοριστικές για τη βιοτική συνθήκη ειδικά των πλέον ευάλωτων, οφείλουν να ασκηθούν στην άρθρωση εμπεριστατωμένου, ενάντιου λόγου επαναφέροντας, οποτεδήποτε παρίσταται ανάγκη, τον κανόνα δικαίου. Η θεσμική συνηγορία τους είναι η μόνη διέξοδος όσο συνεχίζουμε να μην προσχωρούμε στην ανίερη εξίσωση «might is right».
*Η δρ Αικατερίνα Παπανικολάου είναι δικηγόρος, τ. μέλος στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών.

