Η μεγάλη πρόκληση του επανεξοπλισμού της Ευρώπης

Η μεγάλη πρόκληση του επανεξοπλισμού της Ευρώπης

5' 1" χρόνος ανάγνωσης

Σε ομιλία του στη Σαουδική Αραβία νωρίτερα αυτόν τον μήνα, ο Ντόναλντ Τραμπ παρουσίασε μια ριζοσπαστική νέα προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Η Αμερική δεν θα ασχολείται πλέον με την προώθηση αξιών όπως η δημοκρατία και η ελευθερία. Αυτό που μετράει πλέον είναι οι συναλλαγές, ανεξαρτήτως πολιτικών διαφορών. Την περασμένη εβδομάδα, είδαμε το νέο «δόγμα Τραμπ» να εφαρμόζεται στην πράξη. Υστερα από δυόμισι ώρες τηλεφωνικής συνομιλίας με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Τραμπ δήλωσε ότι, παρόλο που ο Ρώσος πρόεδρος αρνήθηκε να συναινέσει σε κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία, ο ίδιος δεν θα επιβάλει νέες κυρώσεις στη Ρωσία, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να πλήξει μελλοντικές εμπορικές συναλλαγές. Αντιθέτως, ουσιαστικά νίπτει τας χείρας του σε ό,τι αφορά τις ειρηνευτικές συνομιλίες.

Η Ευρώπη όφειλε να έχει προετοιμαστεί για αυτή τη στιγμή εδώ και καιρό. Αντ’ αυτού, σήμερα βρίσκεται σε απελπιστική θέση. Οι ηγέτες της προειδοποιούν πως μια ρωσική νίκη στην Ουκρανία θα ενέτεινε ακόμη περισσότερο τους κινδύνους για την ασφάλεια της ηπείρου – κάτι που επιβεβαιώνεται από τα πρόσφατα στοιχεία για τη ρωσική στρατιωτική ανάπτυξη στα φινλανδικά σύνορα. Ωστόσο, οι Ευρωπαίοι αδυνατούν να προσφέρουν στο Κίεβο αξιόπιστες εγγυήσεις ασφαλείας, όσο η αμερικανική υποστήριξη φθίνει. Και δεν είναι μόνο τα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης που καθιστούν την ήπειρο ευάλωτη στο νέο «δόγμα Τραμπ» – κανένας σύμμαχος δεν μπορεί να νιώθει ασφαλής σε έναν κόσμο όπου η στήριξη των ΗΠΑ ενδέχεται να εξαρτάται από το ποιος προσφέρει τη μεγαλύτερη εμπορική ευκαιρία.

Είναι πλέον σαφές ότι η Ευρώπη οφείλει να επανεξοπλιστεί –και μάλιστα ταχύτατα– αν θέλει να συνεχίσει να υπερασπίζεται τις αξίες της και να έχει ρεαλιστικές πιθανότητες να αναδειχθεί σε πόλο ισχύος σε έναν αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο. Παρότι ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη εξακολουθούν να δυσκολεύονται να επιτύχουν τον στόχο του ΝΑΤΟ για αμυντικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ, είναι εξίσου προφανές ότι αυτός ο στόχος είναι πλέον ανεπαρκής και ενδέχεται να αυξηθεί στο 3% στη σύνοδο κορυφής της Συμμαχίας τον Ιούνιο. Εν τω μεταξύ, αν οι Ευρωπαίοι επιθυμούν να περιορίσουν την εξάρτησή τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα πρέπει να επενδύσουν σε στρατηγικές δυνατότητες, όπως δορυφορικά συστήματα, υπηρεσίες πληροφοριών και μέσα βαρέων μεταφορών.

Για να ανταποκριθεί σε αυτή την πρόκληση, η Ευρώπη θα πρέπει να κάνει αυτό που συνηθίζει όταν αντιμετωπίζει σοκ και κρίσεις: να επινοήσει νέους θεσμούς και εργαλεία. Η κλίμακα των επενδύσεων που απαιτούνται για την άμυνα είναι υπερβολικά μεγάλη για να την αναλάβουν αποκλειστικά οι εθνικές κυβερνήσεις. Η Γερμανία μπορεί να διαθέτει τη δημοσιονομική ευχέρεια να δανειστεί έως και ένα τρισ. ευρώ για αμυντικές δαπάνες, όμως οι περισσότερες χώρες δεν είναι σε θέση να αναλάβουν πρόσθετο χρέος. Ο νέος ευρωπαϊκός μηχανισμός SAFE, ύψους 150 δισ. ευρώ, που υιοθετήθηκε την περασμένη εβδομάδα, αναμένεται να μειώσει το κόστος δανεισμού για ορισμένα κράτη-μέλη, αλλά δύσκολα θα οδηγήσει σε ουσιαστικές νέες δαπάνες. Εξάλλου, είναι απίθανο μεμονωμένα κράτη να επενδύσουν από μόνα τους σε ένα νέο δορυφορικό δίκτυο ή στην επόμενη γενιά μαχητικών αεροσκαφών. Αυτά πρέπει να αποκτηθούν και να χρηματοδοτηθούν συλλογικά.

Ωστόσο, η ίδια η Ε.Ε. δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ο κατάλληλος θεσμός για να ηγηθεί αυτής της προσπάθειας επανεξοπλισμού. Κατ’ αρχάς, περιλαμβάνει αρκετά κράτη με συνταγματική ουδετερότητα, γεγονός που καθιστά τη συμμετοχή τους σε κοινά αμυντικά προγράμματα περίπλοκη. Επιπλέον, υπάρχουν χώρες όπως η Ουγγαρία, της οποίας η φιλορωσική ηγεσία δεν είναι διατεθειμένη να στηρίξει πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ασφάλειας απέναντι στη ρωσική απειλή. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η Ε.Ε. δεν περιλαμβάνει ορισμένες χώρες που θα διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στη διασφάλιση της ευρωπαϊκής ασφάλειας – όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και η Νορβηγία και η Ελβετία. Ολα αυτά υποδεικνύουν την ανάγκη για μια νέα διακυβερνητική πρωτοβουλία πέραν των θεσμικών ορίων της Ε.Ε.

Η κλίμακα των επενδύσεων που απαιτούνται για την άμυνα είναι υπερβολικά μεγάλη για να την αναλάβουν αποκλειστικά οι εθνικές κυβερνήσεις.

Εν τω μεταξύ, η μεγαλύτερη πρόκληση για κάθε κοινή ευρωπαϊκή προσπάθεια επανεξοπλισμού είναι να διασφαλιστεί ότι οι πόροι θα αξιοποιηθούν αποτελεσματικά. Κάτι τέτοιο είναι σχεδόν ανέφικτο υπό το σημερινό καθεστώς προμηθειών, το οποίο ευνοεί δυσανάλογα τους εθνικούς πρωταγωνιστές του κλάδου. Ενας λόγος για τον οποίο η Ε.Ε. δεν κατάφερε ποτέ να συγκροτήσει ενιαία αγορά αμυντικού εξοπλισμού είναι το άρθρο 346 της ευρωπαϊκής συνθήκης, το οποίο εξαιρεί τον τομέα της εθνικής ασφάλειας από τους κανόνες της ενιαίας αγοράς. Το αποτέλεσμα είναι ένας εξαιρετικά κατακερματισμένος κλάδος, που οδηγεί σε αυξημένο κόστος, μικρού μεγέθους παραγγελίες και υπερβολικά μεγάλο αριθμό διαφορετικών πλατφορμών. Ενδεικτικά, οι ευρωπαϊκές χώρες διαθέτουν 12 διαφορετικά μοντέλα αρμάτων μάχης, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες μόλις ένα. Μόνο οι κοινές προμήθειες βάσει ανοικτών και αδιάβλητων διαγωνισμών μπορούν να αποδώσουν τις αναγκαίες οικονομίες κλίμακας.

Ευτυχώς, δύο προτάσεις που κυκλοφορούν στους πολιτικούς κύκλους της Ε.Ε. επιχειρούν να αντιμετωπίσουν κάποιες –αν όχι όλες– από αυτές τις προκλήσεις. Η μία, που προέρχεται από το Λονδίνο, αφορά τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επανεξοπλισμού, βασισμένης στο πρότυπο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (ΕΤΑΑ), η οποία ιδρύθηκε το 1991 για να στηρίξει τη μετάβαση των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης από τις κεντρικά σχεδιασμένες οικονομίες. Η νέα τράπεζα θα παρέχει φθηνά δάνεια σε κυβερνήσεις και αμυντικές βιομηχανίες με σκοπό τη μείωση του κόστους των προμηθειών αμυντικού εξοπλισμού. Μια πιο φιλόδοξη πρόταση, που διατυπώθηκε από οικονομολόγους του Bruegel –της δεξαμενής σκέψης με έδρα τις Βρυξέλλες– αφορά τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Αμυνας. Αυτή η πρόταση βασίστηκε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ), που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης. Θα προχωράει σε απευθείας αγορές αμυντικού εξοπλισμού για λογαριασμό των κυβερνήσεων.

Το πλεονέκτημα και των δύο προτάσεων είναι ότι μπορούν να υλοποιηθούν ταχύτατα. Αλλωστε, η ΕΤΑΑ άρχισε να λειτουργεί μέσα σε πέντε μήνες από τη σύλληψή της, ενώ ο πρόδρομος του ΕΜΣ χρειάστηκε μόλις δύο μήνες για να τεθεί σε εφαρμογή. Βεβαίως, κάποιες κυβερνήσεις αναμένεται να αντισταθούν σε οποιοδήποτε σχέδιο συνεπάγεται περισσότερο κοινό ευρωπαϊκό δανεισμό. Αλλες ίσως διστάσουν να δουν τα εθνικά τους κονδύλια να κατευθύνονται μακριά από τους εγχώριους πρωταγωνιστές του κλάδου ή προς τρίτους εκτός Ε.Ε. Το διακύβευμα όμως είναι μια μεγαλύτερη, πιο αποτελεσματική ευρωπαϊκή αμυντική αγορά – και μια ασφαλέστερη, πιο κυρίαρχη ήπειρος.

*Ο κ. Σάιμον Νίξον είναι ανεξάρτητος σχολιαστής και εκδότης του ενημερωτικού δελτίου Wealth of Nations στο Substack.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT