Αν άλλαζα το Σύνταγμα

3' 26" χρόνος ανάγνωσης

Eχουμε ένα καλό Σύνταγμα. Μπορεί να πενηντάρισε, έχει όμως καταφέρει πολλά. Εκλογική και πολιτική ομαλότητα για μισό αιώνα, προστασία του κράτους δικαίου μέσα από έναν πλήρη κατάλογο θεμελιωδών δικαιωμάτων, ένταξη και παραμονή στην ενωμένη Ευρώπη. Ενα καλό Σύνταγμα δεν εγγυάται, ωστόσο, θεσμική και κοινωνική ωριμότητα, ούτε τελειώνει από μόνο του τις παθογένειες της Μεταπολίτευσης: πελατειακό κράτος, αναποτελεσματική διοίκηση, δυσανεξία απέναντι στους δημόσιους ελεγκτικούς θεσμούς. Το βαθύτερο αίτιο αυτών των δεινών δεν βρίσκεται όμως στο περιεχόμενο του Συντάγματος, αλλά στη διάχυτη ανοχή της πλημμελούς εφαρμογής του. Και η απάθεια δεν θεραπεύεται με συνταγματικές αναθεωρήσεις.

Μπορεί, παρ’ όλα αυτά, να υπάρξει ένα καλύτερο Σύνταγμα; Σίγουρα ναι, αρκεί η αναθεωρητική συζήτηση να μη φαντασιώνεται ότι θα κομίσει μαγικές λύσεις. Χρειάζεται ταπεινότητα, συναινετική διάθεση και προπάντων αυτογνωσία ότι η Ελλάδα δεν αλλάζει με ασκήσεις στον συνταγματικό χάρτη.

Αν πάντως προχωρήσει η αναθεώρηση, ας εστιάσει στους δημόσιους θεσμούς. Πρώτα, σε εκείνους με πολιτική υπόσταση, οι οποίοι δοκιμάζονται σήμερα από τις σειρήνες του αντισυστημισμού. Αντί να χαθούμε σε ανούσιες αντιπαραθέσεις για τον ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας, ας κοιτάξουμε με ειλικρίνεια κάτι άλλο: την κοινοβουλευτική διαδικασία (άρθ. 73 επ. Σ). Πρέπει να τελειώσει η παρωδία των νόμων που ψηφίζονται σε μία νύχτα, χωρίς προσήκουσα διαβούλευση, ούτε τεχνοκρατική τεκμηρίωση, και με δεκάδες εμβαλωματικές τροπολογίες. Ο ευτελισμός της νομοπαραγωγής δεν προκαλεί μόνο κακονομία και πολυνομία, διευκολύνει τις κάθε είδους πελατειακές σχέσεις. Είναι καιρός οι προδιαγραφές της καλής νομοθέτησης να καταστούν υποχρεωτικές, η τήρηση των οποίων ελέγχεται από τη Δικαιοσύνη. Την ίδια στιγμή, είναι αναχρονιστική η διάταξη (άρθ. 43 Σ) που περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα της Βουλής να εξουσιοδοτεί άλλα κρατικά όργανα για την παραγωγή κανόνων δικαίου. Η ρύθμιση της σύγχρονης, πολύπλοκης πραγματικότητας είναι περισσότερο έργο των διοικητικών αρχών παρά της Βουλής. Η τελευταία οφείλει να μετεξελιχθεί από όργανο παθητικής νομοθέτησης σε ενεργητικό φορέα λογοδοσίας, στον οποίο αναφέρονται, εκτός από την κυβέρνηση, και οι υπόλοιπες κρατικές δομές. Σήμερα, συμβαίνει κάτι παράδοξο: το έργο των κοινοβουλευτικών επιτροπών παραμένει περιθωριακό, με εξαίρεση την ποινική ευθύνη των υπουργών (άρθ. 86 Σ)· το μόνο αντικείμενο, δηλαδή, στο οποίο ο ρόλος τους έπρεπε να είναι μικρότερος! Είναι καιρός η ποινική μεταχείριση των υπουργών να περάσει κυρίως στα χέρια των δικαστικών αρχών, έστω υπό ειδική σύνθεση.

Πρέπει να τελειώσει η παρωδία των νόμων που ψηφίζονται σε μία νύχτα. Ο ευτελισμός της νομοπαραγωγής διευκολύνει τις κάθε είδους πελατειακές σχέσεις.

Στο πεδίο των διοικητικών θεσμών, φαίνεται να απασχολούν δύο ζητήματα: η προστασία των ανεξάρτητων αρχών και η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Η μονιμότητα ξόρκιζε κάποτε τα φαντάσματα του κομματισμού. Σήμερα, η προστατευτική της αξία είναι μικρότερη, απόδειξη της επιτυχούς πορείας που έχει διανύσει η χώρα. Η τυχόν κατάργησή της θα είναι δείγμα εμπιστοσύνης στο εγχώριο κράτος δικαίου. Δεν αποτελεί, ωστόσο, ούτε πανάκεια ούτε το αναγκαίο προαπαιτούμενο για να βελτιωθεί το Δημόσιο. Τούτο –όπως και οι ανεξάρτητες αρχές– χρειάζεται αυξημένη κινητικότητα των υπαλλήλων του, διαβαθμισμένες απολαβές, ξεχωριστή κατηγορία στελεχών για τις θέσεις ευθύνης και πραγματικούς μηχανισμούς αξιολόγησης και ελέγχου. Τέτοιοι μηχανισμοί υπάρχουν ήδη (άρθ. 103 Σ). Η νομοτεχνική βελτίωση των συνταγματικών διατάξεων ουδόλως διασφαλίζει ότι θα λειτουργήσουν επιτέλους.

Ποιος είναι, λοιπόν, ο καταλύτης, ο θεσμός που θα προσδώσει αξία στο εκσυγχρονιστικό εγχείρημα; Φυσικά η Δικαιοσύνη, η οργάνωση της οποίας (άρθ. επ. 87 Σ) δεν αρμόζει να λείπει από την αναθεωρητική ζύμωση. Εκτός από το να επιλύουν διαφορές, τα δικαστήρια συνιστούν το κυριότερο αντίβαρο στην πολιτική εξουσία. Η ανεξαρτησία τους είναι πολύτιμη. Εξασφαλίζεται από ένα στεγανό σύστημα δικαστών καριέρας. Το μοντέλο υπήρξε επιτυχές, αν και κάποιες βελτιώσεις –όπως για την ανάδειξη της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων– θα ήταν καλοδεχούμενες. Δεν βρίσκεται όμως εκεί η ουσία. Ζητούμενο είναι η Δικαιοσύνη, ιδίως η Διοικητική, να επιτελέσει περισσότερους ρόλους. Να μετατραπεί σε πολύτιμο παραστάτη στη διαμόρφωση των δημόσιων αποφάσεων, πέρα από τη γνωμοδοτική επεξεργασία των προεδρικών διαταγμάτων. Αναγκαία προϋπόθεση, να επιτραπεί εκ νέου δυνατότητα περιστασιακής ανάληψης δημόσιων καθηκόντων από δικαστές, η οποία ακρωτηριάστηκε με την αναθεώρηση του 2001. Ας τους ξαναδείξουμε εμπιστοσύνη όταν βγαίνουν από το μοναστήρι τους στον πραγματικό κόσμο. Εκτός από το όφελος για τους υπόλοιπους θεσμούς, θα ωφεληθούν και οι ίδιοι. Ενας περπατημένος δικαστής είναι ό,τι καλύτερο για το Σύνταγμα· το διατηρεί συνεχώς ζωντανό και επίκαιρο.

*Ο κ. Γιώργος Δελλής είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT