Μου πήρε πολλά χρόνια να καταλάβω γιατί μας πήγαιναν στο μουσείο με το σχολείο. Η εμπειρία ήταν σχεδόν πάντα μπερδευτική, ελάχιστα καταλαβαίναμε και η βασική μας αγωνία ήταν πώς να πειράξουμε τους συμμαθητές μας. Πρέπει να καταστρέφαμε την εμπειρία και για όλους τους άλλους. Να τους ζαλίζαμε, να τους κάναμε να μετανιώνουν την ώρα και τη στιγμή που μπήκαν στην έκθεση μαζί μ’ ένα τσούρμο έφηβα. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι το δημόσιο σχολείο δεν ασχολείται μόνο με την απλή μετάδοση της γνώσης, αλλά κυρίως με τη μετάδοση της αίσθησης πως έχεις δικαίωμα να μαθαίνεις.
Δεν χρειάζομαι λόγους για να σκεφτώ τα μουσεία, αλλά τα σκέφτηκα με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Μουσείων, που είναι πάντα ένα δημοκρατικό κάλεσμα. Οι ημέρες ή οι νύχτες μουσείων συνήθως είναι ευκαιρίες ν’ ανακαλύψεις μουσεία χωρίς να πληρώσεις είσοδο. Μπορεί να υπάρχουν ειδικές εκδηλώσεις, μουσική κ.λπ. Ετσι, περισσότεροι άνθρωποι ενδέχεται να πειστούν ότι λίγες δραστηριότητες συγκρίνονται με το να χωθείς μία ζεστή ημέρα στο μουσείο και να κοιτάξεις πίνακες. Τι ωφελούν τα μουσεία στον σύγχρονο κόσμο;
Αν είναι βαρετά, μίζερα και βρωμάνε πανελλαδικές δεν ωφελούν και σε πολλά. Εάν δεν σου απευθύνονται, αλλά λειτουργούν κυρίως σαν αποθετήρια έργων του παρελθόντος, επιτελούν μεν μια λειτουργία, αλλά όχι πολλές. Τα καλά μουσεία, όμως, είναι χώροι με πολλαπλά νοήματα. Μνημειώνουν, συντηρούν, αποκαθιστούν και κάνουν άνοιγμα, έρχονται στο τώρα να πουν κάτι. Δημιουργούν έναν χώρο όπου μπορείς να περιφέρεσαι και να μαθαίνεις, να σκέφτεσαι και να καλλιεργείς την περιέργειά σου. Δυστυχώς, η σύγχρονη πόλη της κατανάλωσης δεν παρέχει και πολλούς άλλους τέτοιους χώρους, όπως θα έχεις παρατηρήσει.
Μου αρέσουν τα μουσεία-καταφύγια όπου μπορείς να περάσεις ολόκληρη την ημέρα και μέρος της νύχτας σου. Αυτό φυσικά προϋποθέτει ότι το μουσείο θα έχει κάποιο αξιοπρεπές εστιατόριο που δεν θα πουλάει μόνο κατσιασμένη τυρόπιτα, αλλά ένα πλήρες μενού, καθώς και ότι πράγματι θα φροντίζει να ανανεώνεται μ’ ελκυστικές εκθέσεις.
Το έπαθα πρόσφατα στο Μουσείο Ιστορίας των Πολωνών Εβραίων, στο περίφημο Polin, στη Βαρσοβία. Μπήκα την ημέρα και βγήκα τη νύχτα. Το μουσείο έκλεινε και μας έδιωχνε και εγώ είχα φτάσει μόλις στο 1980! Ενιωθα τα κενά μου σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή και την Παγκόσμια Ιστορία. Ενιωθα όμως και να ανακτώ προοπτική, αυτό που παθαίνεις όταν έρχεσαι σε επαφή με την Ιστορία.
Είχα προβληματιστεί, είχα μάθει, είχα παίξει (είναι διαδραστικό μουσείο και μπορείς να παίξεις παιχνίδια ελέγχου γνώσεων), είχα φάει και πιει (έχει εξαιρετικό εστιατόριο με θέα μία μεγάλη έκταση πρασίνου) και φυσικά είχα κλάψει και είχα τρομοκρατηθεί (γιατί μέρος του μουσείου αναπαράγει την κλειστοφοβία και τον τρόμο των Πολωνών του 20ού αιώνα). Είχα περάσει μια γεμάτη, κουραστική ημέρα, ήθελα να ξεκουραστώ και την επομένη να πάω πάλι σε μουσείο.
Η αλήθεια είναι πως δεν χορταίνω να πηγαίνω στα μουσεία. Νιώθω ασφαλής εκεί μέσα. Ειδικά εάν η έκθεση είναι προσεγμένη και τα κείμενα καλά. Εάν το μουσείο δεν αποπνέει μία δυσάρεστη αίσθηση ελληνικού δημοσίου ή παραίτησης, αλλά κάτι σαν αληθινή προσήλωση στη γνώση και την τέχνη. Και τα δύο αυτά πράγματα είναι πράγματα ζωντανά, όχι κάτι θαμμένο κάτω από τόνους εθνικής «υπερηφάνειας» ή ψεύτικου πατριωτισμού, πράγματα που απαιτούν διαρκείς επαναπλαισιώσεις, έρευνα, προσεγγίσεις και ερμηνείες. Γι’ αυτό και κάθε προσπάθεια των μουσείων ν’ ανοίξουν διάλογο και να γίνουν ενδιαφέροντα (όπως συμβαίνει τα ελάχιστα τελευταία χρόνια με την Εθνική Πινακοθήκη) είναι καλοδεχούμενη. Χωρίς επανερμηνεία η τέχνη και το παρελθόν ξεραίνονται.
Πώς πηγαίνουμε στο μουσείο; Μπαίνεις χωρίς/με πολλή όρεξη και κουβαλώντας τα προβλήματά σου από αίθουσα σε αίθουσα. Το μουσείο σού λέει «είσαι μικρός, τελείωνε, σταμάτα ν’ ασχολείσαι μ’ εσένα, θέλω να σου πω για το Κονγκό». Τελικά νομίζω στα μουσεία πάμε με την προσδοκία πως ο κόσμος μας θα μεγαλώσει.

