Τον Φεβρουάριο του 2025 παραιτήθηκαν ο πρόεδρος και επτά από τα 15 μέλη του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ). Τρεις μήνες μετά, δεν έχουν αντικατασταθεί. Είχαν προσφέρει πολλά στο ανώτατο γνωμοδοτικό όργανο της πολιτείας για την πολιτική έρευνας, τεχνολογίας και καινοτομίας. Το ΕΣΕΤΕΚ αποτελεί βασικό δίαυλο επαφής με τους ερευνητές της χώρας και τα μέλη του δεν αμείβονται. Οι επιστολές παραίτησης συνέκλιναν στο ότι δεν έχει δημιουργηθεί ενιαίος χώρος έρευνας με ένταξη σε αυτόν όλων των ερευνητικών κέντρων και των ΑΕΙ, δεν έχει μειωθεί η γραφειοκρατία ειδικά στους Ειδικούς Λογαριασμούς Ερευνας (ΕΛΚΕ) και δεν έχει αυξηθεί η χρηματοδότηση για τη βασική έρευνα στις τεχνολογίες αιχμής. Τα πρώτα δύο αιτήματα παραμένουν ανεκπλήρωτα, θύματα αστοχιών πολιτικής. Ως προς το τρίτο υπάρχει διαχρονική, αν και μικρότερη του επιθυμητού, πρόοδος.
Το 2023 (στοιχεία Eurostat) στην Ελλάδα οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη ανέρχονταν σε 1,5% του ΑΕΠ, (από το 1,3% το 2019). Το μέγεθος δεν είναι μικρό, καθώς το 2023 ο μέσος όρος στην Ε.Ε. ήταν 2,2%, όσος και το 2019. Οι δαπάνες λοιπόν αυξήθηκαν, όπως είχε συμβεί μεταξύ 2015-19 όταν είχαν περάσει από το 1% στο 1,3% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση της σχετικής κατάταξης των χωρών της Ε.Ε. Δαπανά για την έρευνα, αναλογικά, λίγο λιγότερα κονδύλια από την Πορτογαλία και την Πολωνία, λίγο περισσότερα από την Ισπανία, την Ιταλία και την Ουγγαρία. Κράτος, ΑΕΙ και επιχειρήσεις συμβάλλουν στις δαπάνες για έρευνα. Οι δαπάνες του κράτους και των ΑΕΙ για την έρευνα αυξήθηκαν από το 0,67% του ΑΕΠ το 2019 στο 0,75% το 2023.
Σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ), το 2022 πραγματοποιήθηκαν για έρευνα και ανάπτυξη δαπάνες ύψους 1,5 δισ. από τις επιχειρήσεις, 0,7 δισ. από την κυβέρνηση και 0,9 δισ. από τα ΑΕΙ. Δεν κατευθύνθηκαν όλες στη μισθοδοσία. Δημιουργήθηκαν και υποδομές. Μεταξύ 2019-23 οι δαπάνες των ιδιωτικών επιχειρήσεων για έρευνα και ανάπτυξη πέρασαν από το 0,58% στο 0,74% του ΑΕΠ. Επιπλέον, με βάση στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η συμβολή των εξαγωγών υψηλής τεχνολογίας στο σύνολο των ελληνικών βιομηχανικών εξαγωγών αυξήθηκε από 13% το 2019 σε 15% το 2023.
Σύμφωνα με το ΕΚΤ, στην Ελλάδα το 2022 απασχολούνταν περίπου 50.000 ερευνητές (και εξωτερικοί συνεργάτες). Οι 25.000 στα ΑΕΙ, οι υπόλοιποι στα δημόσια ερευνητικά ιδρύματα (9.500 το 2022 έναντι 8.000 το 2019) και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις (15.000). Δεν είναι λίγοι· το ίδιο έτος οι μόνιμοι και έκτακτοι διδάσκοντες στα ΑΕΙ ήταν περίπου 18.000. Παρά το «brain drain», στην έρευνα έχουν δημιουργηθεί θέσεις εργασίας.
Ως προς την έρευνα, ο ιδιωτικός τομέας έχει οργανωθεί καλύτερα από τον δημόσιο. Ο μη κρατικός φορέας Εndeavor Greece επιβλέπει ένα εντυπωσιακό ελληνικό οικοσύστημα καινοτομίας (https://www.endeavor.org.gr/). Περιλαμβάνει 800 νεοφυείς επιχειρήσεις που κάνουν έρευνα στην τεχνητή νοημοσύνη, στην κρυπτογραφία, στις τεχνολογίες εκπαίδευσης, στη χρηματοπιστωτική τεχνολογία, στη βιοτεχνολογία και την κυβερνοασφάλεια. H κυβερνητική επιθυμία, στο μέλλον η τεχνολογία να γίνει το 10% της ελληνικής οικονομίας είναι επαινετή. Το ίδιο επαινετή είναι και η πολύ πρόσφατη εθνική επιτυχία της ίδρυσης στην Ελλάδα ενός από τα 13 «εργοστάσια» τεχνητής νοημοσύνης (Τ.Ν.) στην Ευρώπη (AI factory «Pharos»). Θα χρηματοδοτηθεί από ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους. Θα παρέχει υπολογιστική ισχύ, εργαλεία Τ.Ν., δεδομένα και προσωπικό σε ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς. Υπάρχει επίσης πολλά υποσχόμενη έρευνα και σε παραδοσιακούς κλάδους. Φέτος τον Μάρτιο η Πανελλήνια Ενωση Φαρμακοβιομηχανίας ανακοίνωσε ότι τα επόμενη δύο έτη θα φέρει στην αγορά δέκα νέα εργοστάσια με 56 γραμμές παραγωγής και 14 νέες δομές έρευνας και ανάπτυξης.
Κύρια εμπόδια η γραφειοκρατία και ο κατακερματισμός των ερευνητικών φορέων.
Η έρευνα, ωστόσο, χρειάζεται σταθερότερο οργανωσιακό περιβάλλον. Δεν υπάρχει σταθερότητα στη διοίκηση του τομέα έρευνας και τεχνολογίας. Η Γενική Γραμματεία Ερευνας και Καινοτομίας (ΓΓΕΚ, πρώην ΓΓΕΤ) μέχρι το 2009 ανήκε στο υπουργείο Ανάπτυξης, μεταξύ 2009-2019 στο υπουργείο Παιδείας και από το 2019 ξανά στο υπουργείο Ανάπτυξης. Αλλα υπουργεία εποπτεύουν «δικά τους» ερευνητικά ιδρύματα. Από το 2004 έως σήμερα έχουν κυβερνήσει τη χώρα μόνο τρία κόμματα, αλλά έχουν υπηρετήσει ως προϊστάμενοι της ΓΓΕΚ 10 γενικοί γραμματείς.
Είναι υπερβολική η ταλάντευση της διοίκησης της έρευνας μεταξύ υπουργείων και διαδοχικών προϊσταμένων, ενώ ως προς την έρευνα δεν υπάρχει πόλωση μεταξύ των κομμάτων, αντίθετα π.χ. με τις εργασιακές σχέσεις. Υπάρχει άλλωστε Εθνική Στρατηγική Ερευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΑΚ), με τις κατευθύνσεις της οποίας λίγοι θα διαφωνούσαν. Για τη στρατηγική, όμως, οι αρμόδιοι είχαν ζητήσει τη γνώμη του ΕΣΕΤΕΚ πολύ αργά, ενώ, ως συνήθως, η έρευνα για τις κοινωνικές – ανθρωπιστικές επιστήμες δεν υποστηρίχθηκε. Διαχρονικό πρόβλημα παραμένει ότι η ΓΓΕΚ δεν έχει δικό της προϋπολογισμό για έρευνες.
Θα ήταν χρήσιμο η ΓΓΕΚ να απολαύσει σταθερότητα προϊσταμένων και κάποια ευχέρεια διάθεσης κρατικών πόρων και να δημιουργηθούν σταθεροί αρμοί ανάμεσα στο ΕΣΕΤΕΚ, τη ΓΓΕΚ και στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης. Δυστυχώς, παρατηρείται ρευστότητα θεσμικών σχέσεων και διακοπτόμενη επικοινωνία μεταξύ αυτών των τριών «παικτών» που ασκούν την ερευνητική πολιτική. Ετσι, οι συνεχιζόμενες καθυστερήσεις στις αποφάσεις για την έρευνα είναι αναπόφευκτες.
Συνοπτικά, η έρευνα δεν υποχρηματοδοτείται όσο πιστεύεται γενικά και ήδη συμβάλλει στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και δημιουργεί θέσεις απασχόλησης. Παρότι ακόμη υπαρκτά, τα κύρια προβλήματα στην πολιτική έρευνας δεν είναι η υποχρηματοδότηση και οι προσλήψεις. Είναι ο κατακερματισμός των ερευνητικών φορέων, οι συχνές αλλαγές πολιτικής ηγεσίας, η έλλειψη διαύλων επικοινωνίας ανάμεσα στην κυβέρνηση και την ερευνητική κοινότητα και γραφειοκρατικά εμπόδια. Πώς θα επιλυθούν αυτά;
*Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ. Παραμένει μέλος του ΕΣΕΤΕΚ.

