Αδύνατη η αναβάθμιση χωρίς αξιολόγηση

3' 12" χρόνος ανάγνωσης

Δύσκολα μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει στα σοβαρά –αν και κάποιοι προσπαθούν– ότι δεν πρέπει να δίνεται η ευκαιρία στους χρήστες μιας δημόσιας υπηρεσίας να λένε τη γνώμη τους για την ποιότητα της εξυπηρέτησης εκεί. Στην πραγματικότητα, το κάνουμε ήδη: εδώ και δεκαετίες, δικαίως ή αδίκως, η κυρίαρχη αντίληψη για τις δημόσιες υπηρεσίες είναι ότι καταδυναστεύουν τον πολίτη. Αυτό που θα αλλάξει με την πρωτοβουλία της κυβέρνησης είναι ότι, εκτός από αυτή την κάπως ανεκδοτολογικού τύπου κυρίαρχη αντίληψη, θα αποκτήσουμε επίσης «σκληρά» δεδομένα.

Το ερώτημα είναι τι γίνεται μετά. Στη χώρα μας, δεν φαίνεται να κινδυνεύουμε από αυτό που συμβαίνει στις ΗΠΑ, όπου εκπρόσωποι του υπουργού Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας (πιτσιρικάδες που μέχρι χθες έγραφαν κώδικα στην Tesla) ζητούν επιτακτικά από δημόσιους λειτουργούς (που κατά κανόνα τιμούν τη θέση τους) να αυτοαξιολογηθούν και ταυτόχρονα να ομνύσουν πίστη στον πρόεδρο των ΗΠΑ, ώστε στη συνέχεια να κριθεί αν θα κρατήσουν τη δουλειά τους ή όχι.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος εδώ είναι… μετά να μη γίνει τίποτε. Τα ποσοτικά δεδομένα πιθανότατα θα επιβεβαιώσουν αυτό που ήδη πάνω-κάτω γνωρίζουμε για τη χαμηλή ποιότητα της εξυπηρέτησης ή για τις παράνομες δοσοληψίες σε κάποιες υπηρεσίες. Το τι θα κάνει στη συνέχεια η κυβέρνηση (και τι μπορεί να κάνει οποιαδήποτε κυβέρνηση) είναι κάθε άλλο παρά προφανές.

Η παρακμή των δημόσιων υπηρεσιών στην Ελλάδα και αλλού έχει βαθιές ρίζες. Απλουστεύοντας πολύ, θα μπορούσε κανείς να διηγηθεί την ιστορία περίπου ως εξής: Σε πρώτη φάση, το κύρος της κρατικής γραφειοκρατίας επλήγη από την αντιαυταρχική κριτική της ως σκληρωτικής και τυπολατρικής. Στη χώρα μας, η δυσπιστία τροφοδοτήθηκε από τη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών (από το τέλος του Εμφυλίου έως την πτώση της χούντας) σχεδόν αποκλειστικά από κατόχους πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων. Στη δεκαετία του ’80, η παρακμή επιταχύνθηκε λόγω της κομματικοποίησης (διαμέσου των «κλαδικών» του κυβερνώντος κόμματος) και λόγω της ισχύος των συνδικάτων, που δημιούργησαν συνθήκες αυθαιρεσίας και ατιμωρησίας των εργαζομένων στο Δημόσιο.

Ηδη από τη δεκαετία του ’90, η ποιοτική στάθμη της δημόσιας διοίκησης –η τεχνογνωσία της, η ικανότητά της να σχεδιάζει και να υλοποιεί δημόσιες πολιτικές– είχε πέσει τόσο πολύ, που οι κυβερνήσεις άρχισαν να την παρακάμπτουν. Αυτό έγινε με δύο τρόπους. Από τη μία, μέσω της ανάθεσης του σχεδιασμού και της υλοποίησης δημόσιων πολιτικών σε ιδιωτικά γραφεία μελετών. Από την άλλη, μέσω της δημιουργίας παράλληλων δημόσιων θεσμών όπως η Μονάδα Οικονομικής Διαχείρισης Αναπτυξιακών Προγραμμάτων (ΜΟΔ) και τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ), και ανεξάρτητων αρχών όπως ο Συνήγορος του Πολίτη. Ολες αυτές οι καινοτομίες πραγματοποιήθηκαν επί πρωθυπουργίας Σημίτη, αλλά ένας απόηχος της ίδιας προσέγγισης (παράκαμψη αντί για μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης) είναι η θεαματική ψηφιοποίηση του κράτους από τη σημερινή κυβέρνηση.

Χωρίς βελτίωση των αμοιβών και χωρίς προσεκτική επιλογή του προσωπικού, δεν γίνεται να παρέχει η δημόσια διοίκηση τις αναγκαίες υπηρεσίες.

Το θετικό είναι ότι παρακάμπτοντας τη δημόσια διοίκηση οι τότε (και τώρα) κυβερνήσεις κατάφερναν να εφαρμόζουν τις πολιτικές για τις οποίες κρίνονταν από τους ψηφοφόρους. Το αρνητικό είναι ότι, εν τω μεταξύ, τα προβλήματα της δημόσιας διοίκησης παρέμεναν άλυτα και επιδεινώνονταν: η αίσθηση υποτίμησης ενισχυόταν, το ηθικό των αξιόλογων στελεχών υποχωρούσε, η διάθεση εναντίωσης σε εκφυλιστικά φαινόμενα εκμηδενιζόταν.

Η κατάσταση έφτασε σε σημείο διάλυσης με τα μνημόνια, όταν η (απολύτως θεμιτή) καταπολέμηση της σπατάλης έγινε με τον μπαλτά αντί με το νυστέρι, και ως εκ τούτου έδωσε νέα ώθηση στη διαδικασία «αδειάσματος» του κράτους, που ήταν ήδη από καιρό σε εξέλιξη.

Και τώρα τι κάνουμε; Πέρα από πολιτικές διαφορές, η χώρα έχει ανάγκη από μια αναβαθμισμένη δημόσια διοίκηση, η οποία να παρέχει στους πολίτες και στις επιχειρήσεις τις υπηρεσίες που χρειάζονται – από βρεφονηπιακούς σταθμούς έως προώθηση εξαγωγών. Αυτά δεν γίνονται χωρίς βελτίωση των αμοιβών, χωρίς προσεκτική επιλογή του προσωπικού, χωρίς συστηματική προσπάθεια αποκατάστασης του γοήτρου της δημόσιας διοίκησης και όσων εργάζονται εκεί. Και φυσικά, δεν γίνονται χωρίς αξιολόγηση.

*Ο κ. Μάνος Ματσαγγάνης είναι καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου και επικεφαλής του Προγράμματος Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT