H έρημη Ελλάδα δεν έγινε ερήμην των Μαυρογιαλούρων

H έρημη Ελλάδα δεν έγινε ερήμην των Μαυρογιαλούρων

3' 12" χρόνος ανάγνωσης

Στον τόπο μας, χάρη στο πνευματικό ξεπάτωμα που προηγήθηκε του οικονομικού, έχουμε μια εν πολλοίς ερημωμένη κι ερειπωμένη χώρα με υποθηκευμένες υποδομές και δημογραφική φυλλόρροια.

Η κυρίαρχη στάση σε όλο αυτό είναι η παραίτηση. Για όσους όμως δεν είναι τόσο μπαγαπόντηδες ώστε να προκρίνουν τον μαρασμό σαν… ευκαιρία, θα ήθελα να θυμίσω μια διαφορετική στάση.

Ξεχάστε, σας παρακαλώ, τη διοικητική γεωγραφία. Η Ελλάδα δεν αποτελείται από εκλογικές περιφέρειες, συγκροτείται από διαμερίσματα. Αυτά τα διαμερίσματα έχουν γεωμορφολογικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Από αυτά τα χαρακτηριστικά προκύπτουν φυσιογνωμίες.

Η πρότασή μου είναι, αντί να μεταβολίζουμε την αθηναϊκή κακοπλασία στις περιφέρειες, να ανακαλύψουμε και να υπηρετήσουμε τις φυσιογνωμίες τους.

Σε έναν κόσμο που αλλάζει, η ετερότητα της τοπικότητας δεν είναι άχθος αλλά στολίδι. Και τα διαμερίσματα της χώρας, σμιλεμένα από τη φύση και τον χρόνο, έχουν διαφορετικές προίκες. Διαφορετικές ομορφιές, ίδια φεγγοβολή.

Με την απειροκαλία των τελευταίων δεκαετιών έχουν λερωθεί οι ομορφιές τους, αλλά δεν υπάρχει λόγος να ανεχόμαστε τη νόθευσή τους από τα μασκαραλίκια με τα οποία τα φορτώσαμε. Η χώρα είναι κατάστικτη από ευρήματα ασύλληπτου αισθητικού βάθους. Η διάσωση και η προβολή τους αποτελούν ισχυρά ταυτοτικά στοιχεία. Δεν έχουμε χρεία άλλων μαρτύρων. Το μακρυγιαννικό «γι’ αυτά πολεμήσαμε», φτάνει και περισσεύει.

Και κοντά στα τοπόσημα της μνήμης, ας αθροίσουμε τον πόρο του περιβάλλοντος. Ο τόπος μας δεν είναι γυμνός, είναι λιτός. Νερά, βουνά και μύθοι. Σε παγκόσμια κλίμακα η «Αρκαδία» ορίζει τον ιδεατό τόπο κι όχι ο ΕΟΤ.

Υστερα, οι περιφέρειες έχουν συγκεκριμένες παραγωγικές αναφορές. Στην Ηπειρο, π.χ., έχουμε κτηνοτροφία και γαλακτοκομία. Εχουμε μαστόρους της πέτρας, της αργυροτεχνίας, του ξύλου. Στην Πρέβεζα έχουμε γάμπαρη και στα Γιάννενα χέλια. Και παντού τσίπουρα και απαρόμοιαστες πίτες.

Η αναφορά στη γαστρονομία ξενίζει, αλλά το φαγητό είναι ο καθημερινός πολιτισμός, κι αν κάτι πρέπει να μας ξενίζει, αυτό είναι οι πολυεθνικές δηθενιές που καταναλώνουμε κι όχι τα υψηλής διατροφικής αξίας εγχώρια αγαθά.

Ολος αυτός ο υπαρκτός πλούτος με την καλαισθησία και την ποιότητά του τροφοδοτούσε μια πολύμορφη ενδογενή προκοπή που υπουργούσε την αρμονία. Στην προτουριστική Σίφνο, λ.χ., που το δομημένο περιβάλλον δεν κατασπάραζε το φυσικό, είχαμε υψηλή μαγειρική, κεραμική και αυτάρκεια, διότι, λόγω μεγέθους, είχε διαφύγει των «αναπτυξιακών» φροντίδων μας.

Τέλος, αν σε όλα τα παραπάνω λογαριάσουμε και τον ακαταγώνιστο πόρο της Ιστορίας, η χώρα μπορεί να ξεφύγει από τη σημερινή τελμάτωση. Οι τόποι της δεν θα είναι χορταριασμένοι, αλλά παιδευτήρια ανθρωπισμού. Αντί να βεβηλώνουν το τοπίο τα φωτοβολταϊκά πάνελ (sic), αυτό θα ποικιλθεί με ελληνομουσεία.

Το Λας Βέγκας είναι μητρόπολη του τζόγου. Ο ομφαλός του κόσμου όμως είναι στους Δελφούς. Το υπενθυμίζω, γιατί η δύναμη και η δυναμική των συμβόλων είναι που καλλύνει και νοηματοδοτεί τις βιωτές. Μπορεί να μην έχουμε ιστορικές διαδρομές της προκοπής στη χώρα, αλλά στο «Ελληνικό»(!) οικοδομείται διακομματική συναινέσει ένα γιγαντιαίο καζίνο! Αυτή είναι η χαμηλή προσδοκία για την Ελλάδα: η χαρτούρα. Να γίνουμε εντευκτήριο χαρτόμουτρων!

Εντούτοις, η παραχάραξη της φυσιογνωμίας μας είναι απότοκος της παραχάραξης της πολιτικής και της υποκατάστασής της από κοντόθωρες διεκπεραιώσεις. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να περιμένουμε τίποτα από όσους κομπορρημονούν για «παραγωγική ανασυγκρότηση» στα προγράμματά τους – δεν είναι αυτός ο σεβντάς τους.

Κι επειδή η θεσμική ανεπάρκεια δεν θα πληρωθεί με σιχτιρισμούς κι ευχές, όσοι δεν συναινούν στον εκφυλισμό θα πρέπει να δράσουν κάπως δυσήνια αναδεικνύοντας μια Ελλάδα που παράγει δημιουργούς κι όχι δανειολήπτες – οι τελευταίοι δουλεύουν για τους σαράφηδες, οι πρώτοι για τον δήμο.

Και τότε, εκτός από αυτομεμψία και αυτολύπηση, ίσως ξαναποκτήσουμε και αυτοσεβασμό. Και αληθινή πολιτική.

ΥΓ.: Ολα τα παραπάνω γράφτηκαν με αφορμή ένα κείμενο στον «Γαστρονόμο» Απριλίου για την Παλαιά Περίθεια, ένα εγκαταλελειμμένο αρχοντοχώρι στην Κέρκυρα με έναν κάτοικο και… τέσσερις ταβέρνες, που το υπουργείο Πολιτισμού κήρυξε διατηρητέο μνημείο και τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Το χωριό σήμερα είναι στα τρία πιο επισκέψιμα σημεία του νησιού. Και, μάλλον, δεν σκανδαλίζονται και πολλοί που τα χαλάσματα της ακηδίας μας δεν είναι πρόξενοι ντροπής αλλά τουριστικές ατραξιόν.

*Ο κ. Θεόδωρος Παντούλας είναι συγγραφέας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT