Ο καγκελάριος Μερτς μπήκε με φόρα στα εξωτερικά ζητήματα ήδη πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του. Τήρησε σκληρή στάση απέναντι στον Τραμπ, προδιαθέτοντάς τον για δύσκολες διαπραγματεύσεις, σημειώνοντας ότι η Γερμανία θα συνομιλούσε μαζί του εκπροσωπώντας την Ευρωπαϊκή Ενωση και αφού είχαν διευθετηθεί οι εμπορικές διαφωνίες, ενώ υποσχέθηκε την προμήθεια πυραύλων Taurus στην Ουκρανία, την οποία μπλόκαρε ο προκάτοχός του, σκληραίνοντας τη στάση του Βερολίνου έναντι της Μόσχας. Πολλοί στη χώρα του εκτίμησαν ότι δεν είχε λόγο να εκτεθεί σε τέτοιο βαθμό και δη σε ένα τόσο ρευστό διεθνές περιβάλλον.
Στα ευρωπαϊκά, είναι σαφές ότι ο Γερμανός καγκελάριος θέλει να αναλάβει πρωτοβουλίες, ενισχύοντας τον γαλλογερμανικό άξονα και διευρύνοντας τις συνεργασίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης με σημαντικές χώρες εκτός αυτής, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Νορβηγία αλλά και η Τουρκία. Το Βερολίνο πρόκειται να αυξήσει σημαντικά τις αμυντικές του δαπάνες, με έμφαση όχι μόνο στα οπλικά συστήματα αλλά και στις υποδομές, ενώ η πρόσφατη δήλωση για διάθεση του 5% του ΑΕΠ, σε ικανοποίηση του σχετικού αμερικανικού αιτήματος, δείχνει διάθεση συμβιβασμού με την Ουάσιγκτον και ανάπτυξη καθοριστικού ρόλου στα αμυντικά θέματα της Ευρώπης.
Σε αυτό το πλαίσιο, Ελλάδα και Γερμανία καλούνται να διατηρήσουν τη λειτουργική τους σχέση, πιθανόν να την επεκτείνουν, με δεδομένα, ωστόσο, τα αγκάθια στο μεταναστευτικό και τη σχέση Βερολίνου – Αγκυρας. Η Γερμανία θα έχει για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια τη δυνατότητα να εμπλακεί με καλές προοπτικές στο νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα της Ελλάδας και ενδεχομένως αυτή η εξέλιξη να συνδυαστεί με μια συμφωνία αμυντικού χαρακτήρα που, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να προσφέρει και κάποιες «χλιαρές» εγγυήσεις, έστω σε μορφή δήλωσης. Για τα Eurofighter, καθώς το Βερολίνο είναι μέρος μιας κοινοπραξίας, στόχος μας είναι να πειστεί για το αυτονόητο, δηλαδή για την ανάγκη συμπερίληψης σχετικής ρήτρας που θα απαγορεύει στην Τουρκία τη χρήση τους σε βάρος οποιουδήποτε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ανάλογα, στην ευρωπαϊκή άμυνα, οι θερμές δηλώσεις Μερτς για τον ρόλο της Τουρκίας επιβεβαιώνουν μια τάση που επικρατεί σε πολλούς ευρωπαϊκούς κύκλους, εντούτοις η θέση αυτή θα κριθεί μέσα από σκληρές διαπραγματεύσεις.
Οι δύο χώρες καλούνται να διατηρήσουν τη λειτουργική τους σχέση, πιθανόν να την επεκτείνουν, με δεδομένα, ωστόσο, τα αγκάθια στο μεταναστευτικό και τη σχέση Βερολίνου – Αγκυρας.
Η Γερμανία, ήδη από το 2020, δραστηριοποιήθηκε κατόπιν και αμερικανικής παραίνεσης στην Ανατολική Μεσόγειο, αξιοποιώντας το πλεονέκτημα της αποδοχής της από την Ελλάδα και την Τουρκία ώστε να διευκολύνει τις μεταξύ τους συζητήσεις, κάτι που δεν θα μπορούσε να κάνει η Γαλλία, φέρνοντας θετικά αποτελέσματα στην αποκλιμάκωση της μεγάλης έντασης που είχε δημιουργηθεί με τις σεισμικές έρευνες που διεξήγαγε το «Ορούτς Ρέις». Διατήρησε αυτόν τον ρόλο και αργότερα, προσφέροντας τις υπηρεσίες της σχεδόν σε κάθε κρίση μετά το 2020 και μέχρι τον Φεβρουάριο του 2023, ενώ για πρώτη φορά είχε διακριτική παρουσία στο Κυπριακό. Από εκεί και πέρα, από τη γερμανική οπτική, η εν λόγω περιοχή διατηρεί το ενδιαφέρον της τόσο για τις πρoσφυγομεταναστευτικές ροές όσο και για την προμήθεια διαφόρων μορφών ενέργειας στην αγορά της, με άμεσο ενδιαφέρον για το καλώδιο Green Aegean Interconnector.
Πιο ενεργή θα είναι η γερμανική εμπλοκή στα Δυτικά Βαλκάνια και η Ελλάδα πρέπει να καταστεί εκ των βασικών συνομιλητών της για το ευρωπαϊκό μέλλον της περιοχής, όμως το Βερολίνο θα εστιάσει το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα στη διατήρηση της ευρωπαϊκής ενότητας και στη σύμπηξη ενός πανευρωπαϊκού μετώπου, αρχικά με τις Γαλλία και Πολωνία και εν συνεχεία ή παράλληλα με τη συμμαχία των πιο πρόθυμων και ικανών να ακολουθήσουν, εντός και εκτός της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Πάντως, στα δύο θέματα που θα απασχολήσουν περισσότερο τις ελληνογερμανικές σχέσεις, το μεταναστευτικό και τα Eurofighter/ευρωπαϊκή άμυνα, ο Μερτς δεν θα λάβει τις αποφάσεις μόνος του. Ως προς το πρώτο, εμφανώς πιέζεται από την υπεροχή της AfD στις μετεκλογικές δημοσκοπήσεις, αλλά διευκολύνεται από τη γενικότερη τάση σε παγκόσμια κλίμακα στην υιοθέτηση μιας πολύ σκληρής γραμμής, με ομοιότητες με την αντίστοιχη ελληνική. Στο δεύτερο, δεν μπορεί να αγνοήσει τη θέση των Σοσιαλδημοκρατών, που βασίζεται περισσότερο στις αρχές και είναι λιγότερο συναλλακτική και πιθανόν σε κάποιο βαθμό να δυσκολέψει την προσέγγιση με την Τουρκία. Προς τούτο, απαιτείται συντονισμός με αυτούς που είναι σε θέση να επηρεάσουν περισσότερο τους συγκυβερνώντες του Μερτς.
*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA), καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

