Μία από τις πρώτες πρωτοβουλίες της νέας υπουργού Παιδείας Σοφίας Ζαχαράκη είναι ο σχεδιασμός ενός «νέου σύγχρονου και ενιαίου πλαισίου διδασκαλίας των αγγλικών από το νηπιαγωγείο μέχρι και το λύκειο», όπως ανέφερε. Δεν είναι παράδοξο να σχετιστεί η σπουδή της κ. Ζαχαράκη για το θέμα (δεν μιλάμε για τα ζητήματα της βίας στα πανεπιστήμια, όπου η ανακοίνωση νέων μέτρων «επεβλήθη» από τη γνωστή θλιβερή πραγματικότητα των εκτρόπων στα ΑΕΙ) με τις σπουδές και το επάγγελμά της. Η κ. Ζαχαράκη, πτυχιούχος αγγλικής φιλολογίας του ΕΚΠΑ, έχει εξειδικευθεί στη διδακτική της αγγλικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, έχει εργαστεί ως καθηγήτρια αγγλικής φιλολογίας στη δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση, και μιλάει, πλην των αγγλικών, γαλλικά και ισπανικά.
Η ανακοίνωση του υπουργείου συνοδεύεται και από τις συνήθεις, σε τέτοιες περιπτώσεις, διακηρύξεις: «Με το νέο πλαίσιο, ενισχύεται η εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας στις Α΄ και Β΄ τάξεις του Δημοτικού με σαφή προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα, δηλαδή όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζουν, να κατανοούν και να εφαρμόζουν οι μαθητές/τριες μετά την ολοκλήρωση κάθε μαθησιακής διαδικασίας, τα οποία είναι εναρμονισμένα με τα σύγχρονα πρότυπα της ευρωπαϊκής και εθνικής εκπαίδευσης». Κάποιος μπορεί να διαφωνήσει με μια τέτοια στόχευση; Οχι.
Βέβαια, από την υπουργική απόφαση συνεπάγεται ότι η ανανέωση είναι χρήσιμη, διότι το σημερινό πλαίσιο διδασκαλίας δεν εκπαιδεύει τους μαθητές σε όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζουν, να κατανοούν και να εφαρμόζουν κ.λπ. Ωστόσο, η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας κάνει πως αγνοεί ότι αλλού είναι η ταμπακιέρα.
Οι Ελληνες μαθαίνουν αγγλικά στο φροντιστήριο και όχι στο σχολείο. Και το κάνουν όχι επειδή το σχολικό πρόγραμμα δεν «είναι εναρμονισμένο με τα σύγχρονα πρότυπα της ευρωπαϊκής και εθνικής εκπαίδευσης». Οι γονείς επιλέγουν να δώσουν χρήματα στο φροντιστήριο, πρώτον, διότι δυσπιστούν ότι η διδασκαλία των αγγλικών στο σχολείο –κυρίως το δημόσιο– είναι επαρκής, όπως στα φροντιστήρια (και σε αυτό υπεισέρχεται και η δυσπιστία των γονιών προς μία υπηρεσία που δεν πληρώνουν, άρα δεν ελέγχουν όπως το φροντιστήριο). Δεύτερον, το μάθημα εξετάζεται μεν στις προαγωγικές του γυμνασίου, όμως το δημόσιο σχολείο δεν δίνει κάποια πιστοποίηση όπως το πτυχίο Lower. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι εάν η κ. Ζαχαράκη θέλει να αντιμετωπίσει το θέμα στη ρίζα του, περιορίζοντας έτσι τον «κύκλο εργασιών» από τα ιδιωτικά φροντιστήρια…

