ΕΚΑΤΟΝ πενήντα οκτώ «μέτρα», λέει η κυβέρνηση, περιλαμβάνει το «Kids Wallet» καινούργιο κοσκινάκι της, στο οποίο, μετά εντατικές, φαντάζομαι, συνεδριάσεις κατέληξε η επιτροπή που είχε συγκροτηθεί πέρυσι για να προτείνει πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η «παιδική εγκληματικότητα», δηλαδή η εφηβική κυρίως, για να μην πάμε και στη μετεφηβική, που τα όριά της –πολύ φαρδιά, διπλόφαρδα, σε χώρες σαν τη δική μας– περιλαμβάνουν και στρατιές ανώριμων ενηλίκων· ακόμη και γεροντικής κλάσεως.
ΕΛΑΧΙΣΤΑ όμως από αυτά τα «μέτρα» πληροφορηθήκαμε για να σχηματίσουμε μιαν ιδέα τουλάχιστον για το πού πάει το πράγμα. Ασε που οι σχετικές ανακοινώσεις πολλή «θεωρία» έσταζαν κι ελάχιστη «δράση». Ναι, αλλά! Τι τίτλος, τι μαρκίζα, τι ευτυχές επικοινωνιακό εύρημα! Kids Wallet και το λουρί της μάνας, που λέγαμε οι παιδοέφηβοι παλιά, όταν παίζαμε τον «Βεζύρη» ρίχνοντας τα μοσχαρίσια κότσια και κοκκινίζαμε απ’ τις λουριές τα χέρια όποιου έχανε. Κατηγορούμε τις πλήθουσες ανοησίας διαφημίσεις, τις ραδιοφωνικές ιδίως, ότι αναχαράζουν ολημερίς αγγλικούρες κι αμερικανιές, αλλά ιδού που το «παράδειγμα» εκπορεύεται κι αυτό, όπως το χάλασμα του ψαριού, από το κεφάλι – την κυβέρνηση αυτοπροσώπως. Φαντάζομαι πόσους «τίτλους» στα ελληνικά θα απέρριψαν εκεί στο Μαξίμου για να καταλήξουν στο μειλίχιο, χαδιάρικο και πολύ trendy «Kids Wallet».
Διάσπαρτοι είναι οι δρόμοι από γατόνια κάθε είδους και πάσης ομορφιάς.
ΠΕΝΗΝΤΑ ακόμα χρόνια θα περάσουν ώσπου η κοινωνία μας να επιβάλει στα κόμματα και τα πανεπιστήμια την κοσμιότητα που αρμόζει σε χώρους μάθησης και πνευματικής εργασίας. Αυτό το ήδη πεντηκονταετές Κακό γεννήθηκε μαζί με τη Μεταπολίτευση, τότε που οι γκρίζοι, αραχνιασμένοι και βουβοί χώροι της χουντικής αλλά και της προχουντικής περιόδου μετατράπηκαν εν μια νυκτί –και χωρίς ν’ αντιδράσει κανείς– σε χαβαλέ σαράγια μπόχας και αυθαιρεσίας. Δεν αντιδράσαμε τότε αστραπιαία όπως έπρεπε, κι εγκαταστάθηκε στα ΑΕΙ το παράλογο. Το «ρωμαλέο φοιτητικό κίνημα» της παλαβής Αριστεράς, πρωτίστως, επέβαλε το σκουπιδαριό και την ανομία. Αντε τώρα όποιε Μητσοτάκη, αν υποτεθεί ότι πράγματι θέλεις, να καθαρίσεις τους στάβλους του Αυγείου έχοντας απέναντι ως αντιπολίτευση την τράτα μας την κουρελού τη χιλιομπαλωμένη. Που όλο την μπαλώνανε, κι ολόηταν ξεσκισμένη.
ΓΑΤΕΣ, διάσπαρτοι είναι οι δρόμοι τής εκτός κέντρου Αθήνας από γατόνια κάθε είδους και πάσης ομορφιάς. Ιδίως στα προάστια σεργιανούν άνετα από κήπο σε κήπο πλήθος πανθηρούλες. Αλλες, οι περισσότερες, καχύποπτες με τον περιπατητή που επιχειρεί να τις πλησιάσει, άλλες, λιγότερες αλλά γεμάτες γλύκα, αφήνουν να τους χαϊδέψεις λίγο το κεφάλι. Και καμιά φορά ανταποδίδουν τριβόμενες στα πόδια σου.
ΓΑΤΟΝΙΑ νεογέννητα είναι απόλαυση ν’ ανασταίνεις. Ιδίως αφ’ ότου γίνουν ενάμιση μηνός και πέρα, κι αρχίσουν να παίζουν πηδολογώντας ολόγυρα, παλεύοντας αναμετάξυ τους και κουτρουβαλώντας αγκαλιασμένα με δήθεν μου δαγκωματάκια στ’ αφτιά και στα τρυφερά, χωρίς οστά ακόμα λες, ποδαράκια τους. Η μεγάλη πλάκα με τα τρία δικά μου (δεν το είχα παρατηρήσει μέχρι τώρα, αν και προ δεκαετιών είχε τύχει πάλι ν’ αναθρέψω – εφτά μάλιστα τότε, γιατί είχαν γεννήσει ταυτόχρονα οι μάνα και κόρη γάτες μου) είναι πως όταν ετοιμάζονται να «επιτεθούν» στο αδερφάκι τους, σ’ ένα τοπάκι, στην ουρά της μάνας τους ή στην παντόφλα μου, σηκώνονται στα πίσω πόδια τους, ανοίγουν τα «χεράκια» τους στα πλάγια και ψηλά κι ορμάνε προς τον «στόχο» – όλα αστραπή, σ’ ένα δεύτερο· μια κίνηση ακριβώς σαν του αγαπημένου μας Μίλτου Τεντόγλου πριν ξεκινήσει να τρέχει για το άλμα. Είναι η «Κίνηση Τεντόγλου» πια για μένα – ώς και τα γατιά σ’ αντιγράφουν, Μίλτο.

