Είναι μέσα της δεκαετίας του ’70. Στο κέντρο της Αθήνας, κάπου στην Ομόνοια. Ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι γύρω στα 30, κρατάει υπό μάλης την κιθάρα του, φοράει το μαύρο παλτό, γυαλιά (τετράγωνο, χοντρό σκελετό), μαλλιά, μούσι, όλα κανονικά, όπως τον γνωρίσαμε. Περνάει μπροστά από μια βιτρίνα με ανδρικά κουστούμια, ύστερα, σε άλλη λήψη, τα ρούχα έχουν αντικατασταθεί με γυναικεία μοντέλα. Στο ντεκόρ, σταθερά ένα ποδήλατο. Κάνει πλάγια βηματάκια, στραμμένος στον φακό και… «όπου κοιτάζω να κοιτάζεις, όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα, παράγκα, παράγκα του χειμώνα, κι εσύ μιλάς σαν πτώμα», τραγουδάει α καπέλα. Τίτλοι: «χαίρω πολύ… Σαββόπουλος». Σκηνοθέτης: Λάκης Παπαστάθης.
Μεγάλο δώρο αυτή η χαμένη κόπια που ανασύρθηκε από τον Ηλία Γιαννακάκη, με την πολύτιμη και καθοριστική συμβολή του Μάνου Ευστρατιάδη (ήταν και βοηθός σκηνοθέτη, στο ντοκιμαντέρ) και θα προβληθεί στις 14 Μαΐου στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη – όπου λειτουργεί και η μεγάλη έκθεση για τον Λάκη Παπαστάθη. Η κόπια αποκαταστάθηκε και ψηφιοποιήθηκε από τη διεύθυνση του Αρχείου της ΕΡΤ (είχε γυριστεί το 1975 για λογαριασμό του ΕΙΡΤ για να συστήσει τον νεαρό Θεσσαλονικιό τραγουδοποιό, μετά την περίοδο της δικτατορίας).
Σπουδαία δουλειά. Η εμπνευσμένη, παιγνιώδης, ρηξικέλευθη, αιφνιδιαστική, απολαυστική σκηνοθεσία του Λάκη Παπαστάθη αναδείχθηκε με τον καλύτερο τρόπο από το Αρχείο της ΕΡΤ. Ενα ασπρόμαυρο φιλμ 16 mm, με έναν Σαββόπουλο οικείο, με νεανική φόρα, αντισυμβατική διάθεση, αφηγητή και συνοδοιπόρο της ζωής μας, από τότε. Οταν εμείς πηγαίναμε ακόμη σχολείο. Στο ντοκιμαντέρ, βλέπουμε και την πρώτη εγγραφή του «Ζεϊμπέκικου» με τη Σωτηρία Μπέλλου («με αεροπλάνα και βαγόνια» τραγουδάει και η ψυχή μας θρυμματίζεται), την αστείρευτη Δόμνα Σαμίου να μας σημαδεύει «τι να τα κάνω τα τραγούδια σας, είναι πολύ ζαχαρωμένα…».
Ο Λάκης Παπαστάθης ακούγεται να ρωτάει τον Σαββόπουλο πώς έχει διαμορφωθεί η σχέση του με το κοινό, σε αυτήν τη δεκαετία που είναι στη μουσική σκηνή. «Σιγά σιγά, η σχέση μας και βάθυνε και ωρίμασε. Και όπως κάθε βαθιά και ώριμη σχέση έτσι κι αυτή έγινε ανυπόφορη! Αλλά εγώ ακριβώς σε αυτήν την ευτυχοδυστυχία ποντάρω και λέω ότι έχουμε πολύ ακόμα!» απαντά, κοιτάζοντάς μας, με βλέμμα λαμπερό, πονηρό, διεισδυτικό. Αμέσως μετά, παίρνει την κιθάρα του και «η πλατεία ήταν γεμάτη με το νόημα που έχει κάτι από τις φωτιές».
Πενήντα χρόνια μετά, σαν να ανακαλύπτουμε πηγή κελαρυστή και ζείδωρη. Με την ορμή, το ξάφνιασμα και τη συγκίνηση της πρώτης προβολής. Θα μπορούσε να είναι ο ΛΕΞ ο σημερινός Σαββόπουλος;
Ανάβει τσιγάρο, πίνει καφέ. Λήψη εξωτερική. Η κάμερα «βλέπει» μέσα από την μπαλκονόπορτα, ένα μικρό, σχεδόν φοιτητικό, διαμέρισμα πολυκατοικίας, ο καλλιτέχνης στον καναπέ. Μιλάει για τα χρόνια που πέρασαν και ήταν «νύχτα», αλλά μια «νύχτα» που «πρέπει να θεμελιωθεί στη μέρα που ξημερώνει γιατί αλλιώς θα χαθεί, κι αν ό,τι ζούμε χάνεται τότε είμαστε χαμένοι εμείς οι ίδιοι».
Περίπου 45 λεπτά πανδαισίας συναισθημάτων και ηχοχρωμάτων. Πενήντα χρόνια μετά, σαν να ανακαλύπτουμε πηγή κελαρυστή και ζείδωρη. Με την ορμή, το ξάφνιασμα και τη συγκίνηση της πρώτης προβολής.
Πριν από λίγες ημέρες, ο πολύ καλός νέος συνάδελφος Παντελής Τσομπάνης έγραφε με αφορμή αφιέρωμα της «Κ» στον ΛΕΞ: «”Η ζωή μας είναι ζάρι, πέσιμο στο Βαρδάρη / αμάξι που μαρσάρει δέκα μέτρα πριν στουκάρει / Ιπτάμενα αντικείμενα πάνω από τις πλατείες / Οι τελευταίοι γήινοι μες στις πολυκατοικίες”. Σε κάθε στριμάρισμα του “Vittorio” από το 2ΧΧΧ –δεν καταλαβαίνω πώς, ούτε βέβαια αναζητώ και το γιατί– ανατριχιάζω και βουρκώνω όπως την πρώτη φορά που το άκουσα».
Σκέφτηκα ότι το ίδιο, ακριβώς, παθαίνω κι εγώ εδώ και δεκαετίες ακούγοντας τον Σαββόπουλο. Αναρωτήθηκα: Είναι ο ΛΕΞ ο σημερινός Σαββόπουλος; Σε 50 χρόνια θα ξέρουν.

