Οι πάντες σήμερα γράφουν και εκδίδουν την αυτοβιογραφία τους, θεωρούν όλοι ότι η ζωή τους αξίζει να γίνει κτήμα της ανθρωπότητος. Ούτε οι Ποντίφικες μπόρεσαν να αυτοεξαιρεθούν και ας δηλώνουν πως πιστεύουν και εκείνοι σε ό,τι έλεγε ο Απόστολος Παύλος για τον εαυτό του: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2:20). Το εγώ μας είναι, φαίνεται, ακατάβλητο, ούτε ο Χριστός μπορεί να το νικήσει.
Ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης πενήντα χρόνων από τη χειροτονία του ως ιερέα (1946), εκδίδει την αυτοβιογραφία του «Ma vocation. Don et mystère» (Η κλήση μου. Δωρεά και μυστήριο, Bayard, Cerf, Fleurus, Mame, Téqui, 1996). Ο διάδοχός του Βενέδικτος ΙΣΤ΄ εξέδωσε τη δική του, πριν από την ανάρρησή του στην παπική καθέδρα, το 1997: «Aus Meinem Leben. Erinnerungen (1927-1977)» (Από τη ζωή μου. Αναμνήσεις, 1927-1977). Το 1977, που ορίζει το τέλος της αυτοβιογραφικής εξιστόρησης, είναι η χρονιά που εκλέγεται επίσκοπος Μονάχου (την ίδια χρονιά γίνεται και καρδινάλιος) οπότε αρχίζει η περίοδος της ζωής του ως υποζυγίου του Θεού, όπως την ορίζει ο ίδιος στην τελευταία σελίδα. Η αυτοβιογραφία του Ιωάννη Παύλου Β΄ είναι σύντομη (130 σελίδες στην παραπάνω έκδοση), το ίδιο και του Βενέδικτου (144 σελίδες στη γαλλική έκδοση στην οποία τη διάβασα: «Ma vie. Souvenirs, 1927-1977», Fayard, 1998). Ο Φραγκίσκος είχε μεγαλύτερη αυτοβιογραφική έφεση από τους προηγούμενους. Το 2024 εξέδωσε την αυτοβιογραφία του «Life. La mia storia nella storia» (Life. Η ιστορία μου μέσα στην Ιστορία, Harper Collins), μαζί με τον Φάμπιο Mαρκέζε Ραγκόνα, μια εξιστόρηση της ζωής του σε συνάρτηση με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα του καιρού του, και τον επόμενο χρόνο, τον τελευταίο της ζωής του, μαζί με τον Κάρλο Mούσο αυτή τη φορά, την αυτοβιογραφία «Spera» (Ελπιζε, Mondatori). Στον Φραγκίσκο άρεσε γενικά να μιλάει για τη ζωή του, θεωρούσε σχεδόν υποχρέωση κάθε ανθρώπου να αφηγηθεί στους άλλους τη ζωή του. Θα αναφερθώ στη δεύτερη αυτή αυτοβιογραφία, που υπάρχει και στη διάθεση του Ελληνα αναγνώστη («Ελπίδα. Η αυτοβιογραφία», μτφρ. Αννα Παπασταύρου, Gutenberg, 2025).
Ο αυτοβιογραφικός λόγος είναι από τη φύση του αυτοδικαιωτικός –κανείς δεν γράφει τη ζωή του για να μας πει πόσο κάθαρμα ήταν– και ευόλισθος προς τον ναρκισσισμό. Φαντάζομαι ότι και οι τρεις Πάπες θα προσευχήθηκαν, πριν πιάσουν την πένα, στον προστάτη άγιο των αυτοβιογραφούμενων, τον ιερό Αυγουστίνο, για να επευλογήσει το εγχείρημά τους και να αποτειχίζει τις αδιάκοπες εφόδους του πειρασμού της ματαιοδοξίας. Ο Φραγκίσκος, πάντως, κάνει ό,τι μπορεί για να τον αποφύγει, κυρίως δίνοντας θέση και τιμώντας πλήθος άλλους ανθρώπους. Η «Ελπίδα» είναι το συλλογικό πορτρέτο της οικογένειάς του, των Ιταλών μεταναστών στην Αργεντινή, της γειτονιάς του Φλόρες, και εντέλει του λαού του Θεού. Παρελαύνει απίστευτος αριθμός προσώπων, με τα ονοματεπώνυμά τους: παππούδες, γιαγιάδες, αδέλφια και ξαδέλφια, δασκάλες και δάσκαλοι, συμμαθητές, νοσοκόμες, γιατροί, ιερείς, επίσκοποι. Σε αυτό το ανθρωπολόι φτωχών, πιστών καθολικών έχει τη ρίζα της η αμετακίνητη προσήλωσή του στη λαϊκή ευλάβεια, κάτι που συνδέεται αρμονικά και με την πολιτική ιδεολογία του, που, αν καταλαβαίνω σωστά, είναι ένας αριστερός περονισμός (σ. 143).
Στις σελίδες του βιβλίου ο καθένας μας θα βρει οπωσδήποτε κάτι που να αφορά πραγματικά τη ζωή του, την ψυχική του κατάσταση ή τις προσδοκίες του.
Από ένα σημείο και πέρα, ουσιαστικά από την εκλογή του ως Πάπα, η «Ελπίδα» παίρνει τα χαρακτηριστικά μιας πνευματικής διαθήκης. Ο Φραγκίσκος θέλει πρώτα από όλα να κληροδοτήσει στους χριστιανούς και σε κάθε άνθρωπο καλής θελήσεως μια άλλη ιδέα για την Εκκλησία, μακριά και πέρα από την αυλική ιδεολογία και πρακτική της Κουρίας (σ. 238), μια Εκκλησία πληγωμένη και λερωμένη, επειδή βγήκε στους δρόμους για να συναντήσει τους ανθρώπους, τους φτωχούς κατά δικαιωματική προτεραιότητα, μια Εκκλησία που δεν μυρίζει καμφορά, ζώντας προφυλαγμένη μέσα στην κλεισούρα (σ. 211). Εκφραση αυτής της πίστης είναι ο αγώνας που έδωσε όλα αυτά τα χρόνια υπέρ των μεταναστών, υπέρ του δικαιώματος των ανθρώπων να μεταναστεύουν – ο μόνος ηγέτης μέσα στην Ευρώπη του αντιμεταναστευτικού μίσους! Το μεγαλύτερο επιχείρημα ότι οι μετανάστες αποτελούν πλούτο για τις κοινωνίες υποδοχής είναι η ίδια η περίπτωσή του: ο Προκαθήμενος της Καθολικής Εκκλησίας ήταν παιδί φτωχών Ιταλών μεταναστών!
Στην περίοδο της διακονίας του ως επισκόπου Ρώμης, όπως του άρεσε να αυτοπροσδιορίζεται (σ. 332), η Καθολική Εκκλησία συγκλονίστηκε από το σκάνδαλο της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων και γυναικών από κληρικούς της. Ο Φραγκίσκος το αντιμετώπισε ως συστημικό κακό και όχι ως περιστασιακή εκτροπή, και εντόπισε σωστά τη βαθύτερη αιτία του στον κληρικαλισμό, στη μυστικότητα και την ιεροποίηση του προσώπου του κληρικού (δεν συμπεριέλαβε ωστόσο στις αιτίες του και την υποχρεωτική αγαμία του κλήρου). Δεν περιορίστηκε όμως στην επισήμανση των αιτιών του, αλλά ξεκίνησε και την προσπάθεια αντιμετώπισής του, δηλαδή καταπολέμησης του κληρικαλισμού. Το φάρμακο για αυτή τη θανάσιμη νόσο είναι, για τον Φραγκίσκο, ένα: η συνοδικότητα, δηλαδή σε απλά ελληνικά η συμμετοχή σε κάθε πτυχή της ζωής της Εκκλησίας όλων των λαϊκών, ανδρών και γυναικών. Στο σημείο αυτό, βέβαια, πρέπει να πούμε ότι δίστασε ενώπιον μιας ουσιώδους έκφρασης της συνοδικότητας: τη χειροτονία γυναικών, έστω ως μονίμων διακονισσών. Οι μόνιμοι διάκονοι, θεσμός τον οποίο εισήγαγε η Β΄ Βατικανή, είναι στην πλειονότητά τους έγγαμοι και μπορούν να τελούν όσα και ένας ιερέας, εκτός από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Οι γυναίκες έχουν ήδη μεγάλη θέση στη ζωή και στη διοίκηση της Καθολικής Εκκλησίας, αρκεί να μη χειροτονούνται, ούτε καν ως μόνιμες διακόνισσες. Οσα γράφει ο μακαριστός Πάπας για να δικαιολογήσει τη στάση του για τη μη χειροτονία γυναικών ως μονίμων διακονισσών (σ. 210) είναι υπεκφυγή, αν δεν είναι σοφιστεία. Ανοιξε πάντως ο δρόμος, και μακάρι ο διάδοχος να τον διευρύνει.
Διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του Φραγκίσκου, κατάλαβα για άλλη μία φορά γιατί ο άνθρωπος αυτός συγκίνησε τόσο πολλούς, πιστούς και μη: στις σελίδες της ο καθένας μας θα βρει οπωσδήποτε κάτι που να αφορά πραγματικά τη ζωή του, την ψυχική του κατάσταση ή τις προσδοκίες του. Ο λόγος του δεν υπερίπταται πάνω από τα κεφάλια μας. Παραθέτω, ένα από τα πολλά, για λογαριασμό μου: «Πάντα με συντρόφευε στη ζωή μου η μελαγχολία, όχι διαρκώς βέβαια, πάντως ήταν ένα κομμάτι της ψυχής μου, ένα συναίσθημα που με συνόδεψε και που έμαθα να το αναγνωρίζω. […] Και μου είναι χρήσιμο, επίσης: για να σταματάω, για να ξεκαθαρίζω ένα σωρό πράγματα» (σ. 94).

