Στη Μέση Ανατολή επικρατεί εκ νέου αναστάτωση. Πιθανότατα αυτή είναι η φυσική εξέλιξη λόγω των αναδιατάξεων στην ευρύτερη περιοχή και μάλιστα με ακραίες ατζέντες και σχέδια να υιοθετούνται από σημαντικούς παίκτες, τις αιτίες των προβλημάτων να παραμένουν άλυτες και τις έριδες να εντείνονται.
Το μέλλον της Γάζας και η τύχη των Παλαιστινίων, παρότι το τελευταίο ζήτημα έχει υποβαθμιστεί, σχεδόν απαξιωθεί συστηματικά τα τελευταία χρόνια, εξακολουθούν να επηρεάζουν τις εξελίξεις. Το Ισραήλ, «μεθυσμένο» από τις πρόσφατες επιτυχίες του, προωθεί μία ατζέντα που το φέρνει σε αντιπαράθεση ή τέλος πάντων δεν επιτρέπει την προσέγγιση με τις περισσότερες αραβικές χώρες, προβληματίζοντας και τον Λευκό Οίκο. Η πρόσφατη απόφαση για την κατοχή του συνόλου της Γάζας συνιστά μυωπική αντίληψη, που φαίνεται να απηχεί το σύνολο ή, τέλος πάντων, σημαντικό μέρος των πολιτικών δυνάμεων του Ισραήλ. Η αντίληψη είναι πως ακόμη και όσοι διαφωνούν με τις μεθόδους και το όραμά του για τη Μέση Ανατολή, θα υποχρεωθούν να αποδεχθούν τη νέα κατάσταση, αν όχι να συνθηκολογήσουν μαζί του. Η συχνότερη απάντηση των Ισραηλινών συνομιλητών μου στο ερώτημα πώς μπορεί η Ιερουσαλήμ να αντεπεξέλθει σε τόσο πολλά μέτωπα και μάλιστα χωρίς ισχυρούς συμμάχους και στο καλύτερο σενάριο με την ανοχή αλλά όχι την υποστήριξη των αραβικών κρατών, η μόνιμη επωδός είναι πως αν κάποιος προέβλεπε πριν από ενάμιση χρόνο τις μεγάλες επιτυχίες του Ισραήλ, κανείς δεν θα το πίστευε. Ετσι και τώρα, οι περισσότεροι που αντιστρατεύονται τα ισραηλινά σχέδια δεν έχουν την ισχύ να τα αποτρέψουν.
Υπάρχει, ωστόσο, μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στην επιτυχία και στην έπαρση, με τη δεύτερη να οδηγεί συνήθως σε αδιέξοδα. Στη Γάζα το Ισραήλ θέλει να καταστήσει το περιβάλλον τόσο δυστοπικό, ώστε να υποχρεώσει τους Παλαιστινίους σε μαζική έξοδο. Αν, μάλιστα, κατάφερνε η πλειονότητα αυτών να κατευθυνθεί στην Αίγυπτο, με τις συνθήκες διαβίωσης εκεί χωρίς να είναι ιδανικές να είναι οπωσδήποτε καλύτερες σε σύγκριση με τη Γάζα, η εκτίμηση είναι ότι θα μπορούσε να εξωθήσει κι άλλους Παλαιστινίους στην έξοδο. Το πρόβλημα εδώ, βεβαίως, είναι διττό: Από τη μία, Αίγυπτος και Ιορδανία δεν είναι διατεθειμένες και σε θέση να δεχθούν μεγάλους αριθμούς Παλαιστινίων στην επικράτειά τους, αντιμετωπίζοντας ήδη αρκετά εσωτερικά προβλήματα, από την άλλη, καμιά χώρα δεν είναι πρόθυμη να υποδεχθεί μαχητές της Χαμάς, όπως είχε γίνει μετά το 1983 με τους αντίστοιχους της PLO, οι οποίοι είχαν καταλήξει σε διάφορες χώρες. Η ισραηλινή ηγεσία προσδοκά, πάντως, ότι μόνο μέσω της κατοχής θα μπορούσε να ελέγξει απολύτως την κατάσταση στη Γάζα, αναπτύσσοντας στρατιωτικές δυνάμεις και δίκτυα πληροφοριοδοτών ώστε να μην επιτρέψει στη Χαμάς να καταλαμβάνει τις περιοχές από τις οποίες μέχρι πρόσφατα αποσύρονταν οι Ισραηλινοί, γεγονός που συνιστούσε παραδοχή ήττας εκ μέρους τους. Ταυτόχρονα φαίνεται πως δεν εμπιστεύεται αλλά και δεν επιθυμεί η πιο μετριοπαθής αλλά και διεφθαρμένη Φατάχ, που με νύχια και με δόντια προσπαθεί να διατηρήσει τον έλεγχο στη Δυτική Οχθη, να κυριαρχήσει και στη Γάζα. Αυτή θα ήταν πράγματι μια λύση, καθώς θα έδινε και μια προοπτική στους κατοίκους της περιοχής για τον τερματισμό των βομβαρδισμών και την επιστροφή σε μια σχετική κανονικότητα, με πρόσβαση σε βασικά αγαθά, όπως νερό, ενέργεια, τρόφιμα, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αλλά και τη σταδιακή ανοικοδόμηση της Γάζας. Και είναι αλήθεια ότι η πλειονότητα των κατοίκων της, έχοντας υποστεί τις συνέπειες των τρομοκρατικών επιθέσεων της Χαμάς στο Ισραήλ, είχε απηυδήσει με αυτήν και ήθελε την οριστική απόσυρσή της. Αυτό το κίνημα, όμως, εις βάρος της Χαμάς αναπτύχθηκε όσο δεν υπήρχαν βομβαρδισμοί, σε περίπτωση δε κατοχής, η Χαμάς και οπωσδήποτε οι αντιλήψεις της θα ξαναγίνουν κυρίαρχες στο παλαιστινιακό στοιχείο. Ενώ τώρα, παρά τη γρήγορη στρατολόγηση πολλών νέων από την τρομοκρατική οργάνωση, είναι δεδομένο πως αυτοί δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν στο εγγύς μέλλον μια ισχυρή δύναμη αντίστασης απέναντι στο Ισραήλ.
Αυτή τη στιγμή, το Ισραήλ, κόντρα στις επιδιώξεις του Τραμπ, βάζει σε δεύτερη μοίρα την προσέγγιση με τη Σαουδική Αραβία και σαμποτάρει την ισχνή αλλά υπαρκτή πιθανότητα συμβιβασμού με το Ιράν, την οποία φαίνεται να στηρίζουν –έστω και επιφυλακτικά– οι μοναρχίες του Κόλπου. Ετσι, η Ιερουσαλήμ βρίσκεται σε τροχιά αντιπαράθεσης με πολλούς, υπονομεύοντας μερικώς τα σχέδια του Τραμπ για την περιοχή, και παρότι ποντάρει στο αμερικανοεβραϊκό λόμπι, όσο ο τελευταίος αισθάνεται ότι χειραγωγείται από τον Νετανιάχου, θα γίνεται πιο δύστροπος συνομιλητής του. Επιπροσθέτως, αν η Ιερουσαλήμ επιμείνει αδιάλλακτα στις θέσεις της, ενδέχεται να φέρει εγγύτερα κράτη με αντικρουόμενα συμφέροντα, όπως συμβαίνει ήδη με την Αίγυπτο και την Τουρκία.
*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA), καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

