Τους τελευταίους μήνες, το ασανσέρ της πολυκατοικίας παρουσιάζει πρόβλημα. Ενας κραδασμός του θαλάμου μεταξύ τρίτου και τετάρτου ορόφου επιβραδύνει την ταχύτητα, γδέρνοντας τα τοιχώματα. Κάθε άνοδος/κάθοδος είναι μια δοκιμασία. Αλλά και κάθε διαμαρτυρία ή προσπάθεια επισκευής πέφτει σε στιγμιαία κατανόηση και συνακόλουθη αδιαφορία. Τα διαμερίσματα των τριών πρώτων ορόφων είναι η απόλυτη πλειοψηφία. Ο 4ος και ο 5ος απασχολούν λιγοστούς ενοίκους. Παρωνυχίδα, ενδεχομένως, η δυσλειτουργία αυτή μπροστά στα υπόλοιπα προβλήματα, όπως: απλήρωτα και συσσωρευμένα κοινόχρηστα μηνών (αν όχι ετών), πολλές φθορές, μηδενική δυνατότητα (οικονομική πρωτίστως) επισκευών. Στις γενικές συνελεύσεις, στην είσοδο εννοείται, μαζεύονται το πολύ 4 με 5 άτομα. Θα έπρεπε, τουλάχιστον, να είναι τα διπλάσια. Πεδίο συνεννόησης υποτονικό, δυσκολία να ληφθούν αποφάσεις, μετά τη λήξη της συνάντησης (στην καλύτερη περίπτωση, ειρηνικής) όλα παραμένουν, θλιβερά, ίδια. Συνοικία το Παγκράτι, πολυκατοικία του 1970. Ενοίκια «φωτιά».
«Μπορεί η πολυκατοικία της αντιπαροχής να έλυσε το πρόβλημα στέγης της μεταπολεμικής Ελλάδας, αλλά περιοριζόμενη στο πεδίο των ιδιωτικών αναγκών και όχι χωρίς κόστος. Ο δημόσιος χώρος περιφρονήθηκε, ο κοινόχρηστος χώρος αντιμετωπίστηκε ως αναγκαίο κακό και η έννοια του κοινού αγαθού παρέμεινε άγνωστη. Η οικονομία γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη, αλλά δεν διαμορφώθηκε η κουλτούρα εκείνη που θα επέτρεπε την αντιμετώπιση των νέων στεγαστικών αναγκών του 21ου αιώνα», επισημαίνει ο αρχιτέκτονας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών Πάνος Δραγώνας στην «Κ», την περασμένη Κυριακή (4/5). Στο πολύ ενδιαφέρον θέμα με τίτλο «Είναι λύση η κοινωνική κατοικία;» (του Δημήτρη Ρηγόπουλου) ανέπτυσσαν τα επιχειρήματά τους δύο αναγνωρισμένοι και καταξιωμένοι αρχιτέκτονες, ο Πάνος Δραγώνας και ο Ανδρέας Κούρκουλας. Βέβαια, αφορμή της συζήτησης ήταν το εξαιρετικά οξυμμένο –στη χώρα μας και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη– πρόβλημα στέγης.
«Ενα αθηναϊκό μοντέλο κοινωνικής κατοικίας θα μπορούσε να ξεκινήσει από μια κριτική αποτίμηση της πολυκατοικίας της αντιπαροχής», πιστεύει ο κ. Δραγώνας. «Τα πρόσφατα ευρωπαϊκά παραδείγματα δείχνουν ότι ακόμη και στα περιορισμένα τετραγωνικά μπορούν να αναπτυχθούν περισσότερα μοντέλα διαβίωσης από ό,τι στην αθηναϊκή πολυκατοικία, η οποία σχεδιάστηκε σχεδόν αποκλειστικά για πυρηνικές οικογένειες. Ο σωστά σχεδιασμένος κοινόχρηστος χώρος –συλλογικές κουζίνες, φυτεμένα δώματα, κοινοτικοί κήποι– μπορεί να δημιουργήσει την κοινωνική ζωή που ουδέποτε γνώρισαν οι σκοτεινοί διάδρομοι, οι έρημες ταράτσες και οι κήποι-αποθήκες της αντιπαροχής». Η συλλογική χρήση, όπως εξηγεί, ανοίγει νέες δυνατότητες για την ενεργειακή αναβάθμιση του παλιού κτιριακού αποθέματος. Κτίρια που κατασκευάστηκαν σε εποχές χωρίς οικολογική συνείδηση μπορούν, μέσα από συνεργατικά μοντέλα διαχείρισης, να γίνουν πιο φιλικά απέναντι στο περιβάλλον.
Μπορεί ένα νέο μοντέλο κοινωνικής κατοικίας, που θα υπαγορεύεται από τη μεγάλη στεγαστική κρίση, να αντιπαρατεθεί στην πολυκατοικία της αντιπαροχής;
Προσπαθώ να φανταστώ τη ζωή στην Αθήνα αλλιώς και είναι αδύνατον. Μπορεί ένα νέο μοντέλο κοινωνικής κατοικίας, που θα υπαγορεύεται από τη μεγάλη στεγαστική κρίση, να αντιπαρατεθεί στην πολυκατοικία της αντιπαροχής; Στην παγιωμένη, πάνω από μισόν αιώνα, αντίληψη που αποθεώνει τον ατομικισμό, φροντίζει το ιδιωτικό και αδιαφορεί πλήρως για το δημόσιο; Μπορεί ένας σχεδιασμός που επενδύει στο «κοινόχρηστο» να αλλάξει τη νοοτροπία δεκαετιών, να μας κάνει πιο φιλικούς όχι μόνο με το φυσικό αλλά και με το ανθρώπινο περιβάλλον, να μετατρέψει τα εύφλεκτα «σπιρτόκουτα» σε σπίτια; Δεν αναφερόμαστε στα τετραγωνικά ούτε στην κατασκευή, αλλά στο περιεχόμενο, στις σχέσεις, στη συνεννόηση, στη συνεργασία, ώστε να βρεθούν λύσεις για το κοινό καλό. Μπορεί, εν ολίγοις, η συλλογικότητα να καλλιεργηθεί με έναν διαφορετικό σχεδιασμό;
«Είναι ο άνθρωπος που πλάθει τα κτίρια, αλλά είναι τα κτίρια που με τον καιρό πλάθουν τον άνθρωπο», έλεγε ο Ουίνστον Τσώρτσιλ. Συμβαίνει στην Αθήνα. Χρόνια τώρα, σιγά σιγά, όχι ανεπαίσθητα ούτε αθόρυβα. Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις ανακάτεψαν λίγο την τράπουλα, τη σύνθεση των πολυκατοικιών, για καλό και για κακό. Επιτάχυναν όμως και το στεγαστικό πρόβλημα, μπλοκάροντας διαμερίσματα, συμβάλλοντας στην παράλογη εκτίναξη των τιμών των ενοικίων.
Οσο το αδιέξοδο εντείνεται, τόσο οι άνθρωποι «στενεύουν». Στριμώχνονται ψυχικά, αγωνιούν, κυνηγούν ένα διαμέρισμα όχι ως την καλύτερη δυνατή επιλογή για να στεγάσουν τη ζωή τους αλλά, περίπου, ως λαχείο. Οι ισορροπίες έχουν αλλάξει. Οι νοοτροπίες;

