Για τον Φρίντριχ Μερτς η πρώτη ημέρα στα νέα του καθήκοντα δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί χειρότερα. Η αποτυχία να εξασφαλίσει τις απαιτούμενες ψήφους στην Μπούντεσταγκ για να αναλάβει την καγκελαρία της Γερμανίας από τον πρώτο γύρο –κάτι που συνέβη πρώτη φορά στην ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανικής Δημοκρατίας– ήταν μια ταπείνωση. Ακόμη χειρότερο είναι ότι ο Μερτς δεν γνωρίζει ποιοι είναι οι 18 βουλευτές του κυβερνητικού του συνασπισμού που αρνήθηκαν να τον στηρίξουν στη μυστική ψηφοφορία. Η ψηφοφορία ήταν μια υπενθύμιση ότι αυτός ο εξαιρετικά πολωτικός πολιτικός ηγέτης, με ποσοστά αποδοχής που μόλις ξεπερνούν το 30%, έχει πολλούς εχθρούς ακόμη και στους κόλπους της ήδη ισχνής κοινοβουλευτικής του πλειοψηφίας.
Αυτοί οι εχθροί περιλαμβάνουν σοσιαλδημοκράτες, που είναι οργισμένοι μαζί του επειδή συμμάχησε με το AfD σε μια ψηφοφορία για τη μετανάστευση νωρίτερα φέτος, παραβιάζοντας έτσι ένα μακροχρόνιο ταμπού περί συνεργασίας με την Ακροδεξιά. Περιλαμβάνουν επίσης μέλη του δικού του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, εξοργισμένα επειδή αθέτησε τη δέσμευσή του στο προεκλογικό του πρόγραμμα λίγες μόλις ημέρες μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου, όταν συνεργάστηκε με το SPD και τους Πράσινους για τη μεταρρύθμιση του «φρένου χρέους», ώστε να επιτραπεί μια τεράστια αύξηση στον κρατικό δανεισμό για την κάλυψη των δαπανών σε υποδομές και άμυνα. Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμη και στη δεύτερη ψηφοφορία, στην οποία εξασφάλισε τελικά την καγκελαρία, τρία μέλη του συνασπισμού τον καταψήφισαν εκ νέου.
Το μέγεθος της ζημιάς που προκαλεί αυτό το φιάσκο στο κύρος του Μερτς είναι πλέον το κύριο ερώτημα που πλανάται πάνω από τη Γερμανία και την Ευρώπη. Ενδεικτικό των προσδοκιών που έχουν επενδυθεί σε αυτή τη νέα κυβέρνηση συνασπισμού είναι το γεγονός ότι ο δείκτης DAX 40 των κορυφαίων γερμανικών μετοχών κατέγραψε πτώση άνω του 3% τις ώρες που μεσολάβησαν μεταξύ των δύο ψηφοφοριών. Πράγματι, τα γερμανικά αλλά και τα ευρύτερα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια έχουν σημειώσει σημαντική υπεραπόδοση έναντι των ΗΠΑ φέτος, χάρη στην προσδοκία ότι οι γερμανικές δημόσιες δαπάνες θα συμβάλουν στην άμβλυνση των επιπτώσεων των δασμών και των εμπορικών πολέμων του Ντόναλντ Τραμπ. Πολλοί οικονομολόγοι προβλέπουν τώρα ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα αναπτυχθεί ταχύτερα από την αμερικανική το επόμενο έτος – για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες.
Ωστόσο, η μεταρρύθμιση του «φρένου χρέους» από τον Μερτς δεν αρκεί από μόνη της για να αναζωογονήσει μια γερμανική οικονομία που βρίσκεται σε ύφεση τα τελευταία δύο χρόνια. Το ζητούμενο είναι πώς, πότε και πού θα δαπανηθούν όλα τα επιπλέον χρήματα που δανείζεται η Γερμανία. Ορισμένοι έχουν χαρακτηρίσει αυτή τη μαζική αύξηση του δανεισμού με ένα «εξαιρετικά τολμηρό εγχείρημα εφάμιλλο αποστολής στο Φεγγάρι» – μια και μόνη ευκαιρία να μεταμορφωθεί το αναπτυξιακό δυναμικό της χώρας. Ωστόσο, η οριακή πλειοψηφία του Μερτς, σε συνδυασμό με τις διαιρέσεις εντός του συνασπισμού, αυξάνει τον κίνδυνο να χαθεί αυτή η ευκαιρία. Συγκεκριμένα, υπάρχουν τρεις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ο συνασπισμός.
Η πρώτη είναι κατά πόσον η νέα κυβέρνηση μπορεί να εφαρμόσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα εξασφαλίσουν ότι οι επιπλέον δαπάνες θα φέρουν διαρκή βελτίωση της παραγωγικότητας. Πρόκειται για τον τύπο μεταρρυθμίσεων που η Γερμανία απαίτησε από την Ελλάδα κατά την κρίση χρέους της Ευρωζώνης, αλλά δεν κατόρθωσε η ίδια να εφαρμόσει εδώ και περισσότερες από δύο δεκαετίες. Περιλαμβάνουν περικοπές στη διογκωμένη δημόσια διοίκηση, μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό και στο σύστημα πρόνοιας ώστε να δοθούν περισσότερα κίνητρα για εργασία και τροποποιήσεις στο ρυθμιστικό πλαίσιο για την επίσπευση της κατασκευής υποδομών. Ο Μερτς έχει δείξει τις προθέσεις του διορίζοντας έμπειρα στελέχη της αγοράς στο υπουργικό του συμβούλιο. Ωστόσο, η συμφωνία του συνασπισμού περιέχει ελάχιστες συγκεκριμένες δεσμεύσεις για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις – κάτι που φανερώνει ανησυχητική έλλειψη πολιτικής συναίνεσης.
Η δεύτερη πρόκληση είναι κατά πόσον ο Μερτς μπορεί να προωθήσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να ενισχυθεί η παραγωγικότητα της ενιαίας αγοράς. Οι δυσκολίες σε αυτόν τον τομέα αναδείχθηκαν με ωμή σαφήνεια στις περυσινές εκθέσεις του Ενρίκο Λέτα και του Μάριο Ντράγκι. Ο Ντράγκι, μάλιστα, επεσήμανε ότι, παρά την ανησυχία για τους δασμούς του Τραμπ στις εξαγωγές προς την Ευρωπαϊκή Ενωση, τα εσωτερικά εμπόδια εντός της ίδιας της Ε.Ε. ισοδυναμούν με δασμούς της τάξης του 45% για τα αγαθά και 110% για τις υπηρεσίες.
Και πάλι, ο Μερτς έχει καλλιεργήσει προσδοκίες για μια πιο εποικοδομητική στάση, μετά την απογοήτευση που άφησε πίσω της η κυβέρνηση Σολτς, η οποία είχε παραλύσει από εσωτερικές διαιρέσεις. Εχει εκφράσει τη στήριξή του στην προτεινόμενη Ενωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων, που είναι ζωτικής σημασίας για τη βελτίωση της πρόσβασης των αναπτυσσόμενων ευρωπαϊκών εταιρειών στη χρηματοδότηση. Το ερώτημα είναι αν θα τα βάλει με τα εγχώρια συμφέροντα. Το γεγονός ότι αντιτίθεται στην ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και στην προτεινόμενη εξαγορά της Commerzbank από την ιταλική Unicredit υποδηλώνει ότι ο φιλοευρωπαϊσμός του έχει όρια.
Η τρίτη πρόκληση είναι κατά πόσον ο Μερτς θα συναινέσει σε έναν κοινό ευρωπαϊκό δανεισμό για τη χρηματοδότηση των αυξημένων αμυντικών δαπανών. Εχει ταχθεί έντονα υπέρ του επανεξοπλισμού της Ευρώπης για την αντιμετώπιση της ρωσικής απειλής και έχει στηρίξει αλλαγές στους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε., που θα επιτρέπουν στα κράτη-μέλη να αυξήσουν τον δανεισμό για την άμυνα. Ωστόσο, πολλές χώρες δεν είναι σε θέση να αξιοποιήσουν αυτές τις αλλαγές. Ούτε οι επιμέρους εθνικές αμυντικές δαπάνες αρκούν για να ξεπεραστεί ο βαθύς κατακερματισμός της ευρωπαϊκής αγοράς αμυντικού εξοπλισμού, ο οποίος οφείλεται στα μικρά μεγέθη παραγγελιών και στη μεροληψία υπέρ εγχώριων προμηθευτών.
Η λύση πρέπει να είναι ο συντονισμός ορισμένων προμηθειών σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέσω ενός ειδικού ταμείου. Ωστόσο, δεδομένου ότι έχει ήδη προκαλέσει την οργή πολλών εντός του κόμματός του με τη χαλάρωση του «φρένου χρέους», θα τολμήσει ο Μερτς να ρισκάρει την εκ νέου δυσαρέσκειά τους συναινώντας σε έναν πιο κοινό ευρωπαϊκό δανεισμό;
Το διακύβευμα δύσκολα θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο. Αν ο Μερτς αποτύχει να ανταποκριθεί σε αυτές τις προκλήσεις, η Ευρώπη θα βρεθεί οικονομικά και αμυντικά ευάλωτη. Στο μεταξύ, στο παρασκήνιο καραδοκεί το AfD και η άκρα αριστερά, αυξάνοντας τις πιθανότητες να βαθύνει ακόμα περισσότερο το πολιτικό χάος.. Ας ελπίσουμε ότι η κακή πρώτη ημέρα του καγκελαρίου ήταν πράγματι μόνο αυτό – και όχι προάγγελος μεγαλύτερων προβλημάτων.
*Ο κ. Σάιμον Νίξον είναι ανεξάρτητος σχολιαστής και εκδότης του ενημερωτικού δελτίου Wealth of Nations στο Substack.

