Νομπελίστες και Ολυμπιονίκες

3' 48" χρόνος ανάγνωσης

Ενας νέος υφυπουργός Επιστημονικής Ερευνας και Καινοτομίας διορίστηκε πρόσφατα. Ο κυβερνητικός ανασχηματισμός οδηγεί αναπόφευκτα σε καθυστέρηση μακροπρόθεσμων προγραμμάτων και επαναπροσδιορισμό στόχων. Δεν σημαίνει ότι αυτό είναι εκ των προτέρων αρνητικό· ωστόσο δημιουργεί αβεβαιότητα, αυξάνει την πιθανότητα εκπλήξεων (θετικών ή αρνητικών) και επιβραδύνει τη δημιουργία των απαραίτητων δικτύων συνεργασίας για την υλοποίηση νέων δράσεων και τη συνέχεια όσων είναι σε εξέλιξη.

Ας δούμε όμως τον ανασχηματισμό ως ευκαιρία για αναβάθμιση της επιστημονικής έρευνας στον τόπο μας.

Πρώτα, μερικοί αριθμοί: Τα τελευταία δεδομένα του 2021 αναφέρουν ότι η χώρα μας διαθέτει μόλις 1,5% του ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) για έρευνα και ανάπτυξη. Ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) είναι 2,7% και της Ευρωπαϊκής Ενωσης 2,1%. Επομένως, η Ελλάδα είναι κάτω από τον μέσο όρο και η βελτίωση είναι επιτακτική. Οι ανάλογες δαπάνες άλλων ευρωπαϊκών χωρών αντιστοίχου πληθυσμού με την Ελλάδα είναι μεταξύ 5,8% και 2,3%. Το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο: χρειαζόμαστε περισσότερη και στοχευμένη χρηματοδότηση για έρευνα και ανάπτυξη!

Υπάρχει το επιχείρημα ότι η επιστημονική έρευνα δεν είναι προτεραιότητα στην Ελλάδα, επειδή οι επενδύσεις αυτές δεν συμβάλλουν άμεσα στον πλούτο και στην υπόσταση της χώρας. Γιατί όμως θεωρείται λογικό να επενδύουμε στον ανταγωνιστικό αθλητισμό σε εθνικό επίπεδο αλλά όχι στην έρευνα; Είναι ο αθλητισμός οικονομικά προσοδοφόρος; Συνήθως, όχι. Ωστόσο, η αίγλη των διακρίσεων του αθλητισμού αναβαθμίζει το κύρος της χώρας στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Οπως και στην αρχαιότητα, οι Ολυμπιονίκες είναι πολύτιμοι γιατί φέρνουν δόξα και διεθνή αναγνωρισιμότητα στην πόλη.

Η Ελλάδα έχει 36 χρυσούς Ολυμπιονίκες, αλλά δεν έχει ούτε ένα Νομπέλ σε επιστήμες (Ιατρική, Φυσική, Χημεία). Χώρες με αντίστοιχο πληθυσμό που επενδύουν στην έρευνα έχουν σημαντική επιτυχία. Η Ελβετία έχει 22 νομπελίστες στις επιστήμες, 19 η Σουηδία, 17 η Ολλανδία, 9 η Δανία, 6 το Βέλγιο, 6 το Ισραήλ, 2 η Φινλανδία. Αν η Ελλάδα είχε 10 νομπελίστες σε Ιατρική, Χημεία ή Φυσική, θα έλαμπε στο ευρωπαϊκό και στο παγκόσμιο στερέωμα της επιστήμης. Βεβαίως υπάρχουν εξαιρετικά ικανοί ερευνητές στη χώρα μας με ενθουσιασμό, ιδέες, αποφασιστικότητα, εσωτερική φλόγα και θέληση να αλλάξουν τον κόσμο αν τους δοθούν τα οικονομικά μέσα για να τα καταφέρουν. Το ερώτημα τότε γεννιέται: είναι κυρίως θέμα οικονομικής στήριξης;

Να δημιουργηθεί ενιαίος φορέας με δύο κύριους στόχους: αφενός τον συντονισμό και τη βελτίωση των ερευνητικών υποδομών, αφετέρου τη χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων ή ερευνών εθνικού ενδιαφέροντος.

Θα τολμήσω μια πρόταση σαν συμβολή στο κρίσιμο αυτό ερώτημα. Ας δημιουργήσουμε έναν Οργανισμό ανταγωνιστικής και συνεχούς χρηματοδότησης και ας τον ονομάσουμε «Ελληνικός Οργανισμός Επιστημονικής Ερευνας, ΕΟΕΕ» (μια εξέλιξη του ΕΛΙΔΕΚ – Ελληνικό Ιδρυμα Ερευνας και Καινοτομίας) με ετήσιο προϋπολογισμό 100 εκατ. ευρώ, προορισμένο να στηρίζει ερευνητές και επιστημονικές έρευνες (όχι υποδομές, που βεβαίως υποστηρίζονται από άλλους πόρους). Ο ΕΟΕΕ δέχεται αιτήσεις από τον ερευνητή (και την ερευνήτρια εννοώ) για χρηματοδότηση δύο φορές τον χρόνο, σε τακτές ημερομηνίες, έτσι ώστε οι ανταγωνιστικοί ερευνητές να έχουν την ευκαιρία συνεχούς και όχι περιστασιακής ή διακεκομμένης χρηματοδότησης. Η αξία του προτεινόμενου έργου και το ποιόν του ερευνητή κρίνονται από επιτροπή εμπειρογνωμόνων (διεθνή, ειδική, δίκαιη, ενημερωμένη, χωρίς συγκρουόμενα συμφέροντα) και το ερευνητικό πρόγραμμα χρηματοδοτείται ή όχι. Η χορηγία για την έρευνα δίνεται στον ερευνητή σε συγκεκριμένες προκαθορισμένες ημερομηνίες και σε μικρότερο βαθμό στο ινστιτούτο που τον στεγάζει. Ο ΕΟΕΕ έχει πάγιο και σταθερό προϋπολογισμό που λειτουργεί σαν μια δαρβινική αρένα: οι καλύτεροι ερευνητές επιβιώνουν και συνεχίζουν τις ερευνητικές τους δραστηριότητες. Οσο δηλαδή είναι παραγωγικοί, μένουν στο ερευνητικό ξενοδοχείο. Αν σταματήσουν να είναι παραγωγικοί γιατί κουράστηκαν ή στέρεψαν από ιδέες ή έχασαν το ενδιαφέρον για την έρευνα, ή αφιερώνουν τον χρόνο τους σε διοικητικές υποχρεώσεις, δεν θα επιτυγχάνουν επαναχρηματοδότηση και έτσι δίνουν τη σκυτάλη σε άλλους ερευνητές. Φεύγουν δηλαδή από τη «δαρβινική αρένα», όπως φεύγουν οι αθλητές όταν δεν είναι πλέον ανταγωνιστικοί.

Για τις απαραίτητες υποδομές προτείνω τη συγχώνευση του ΕΣΕΤΕΚ (Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας) και του ΕΛΙΔΕΚ. Δεν βλέπω τον ισχυρό λόγο να υπάρχουν δύο διαφορετικές δομές με διαφορετικά μέλη. Ο ενιαίος φορέας (ο ΕΟΕΕ δηλαδή) θα έχει δύο κύριους στόχους. Ο ένας είναι η συνολική εποπτεία, δηλαδή ο συντονισμός και η βελτίωση των ερευνητικών υποδομών, ενώ ο άλλος στόχος είναι η χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων ή ερευνών εθνικού ενδιαφέροντος. Προφανώς ο ΕΟΕΕ, όπως όλοι οι οργανισμοί της χώρας, υπόκειται σε νομικό και κοινωνικό έλεγχο των πράξεών του.

Καταλήγοντας, η επιστημονική έρευνα δεν είναι πολυτέλεια αλλά επένδυση στο μέλλον. Κάθε υπουργός που αναλαμβάνει αυτό το χαρτοφυλάκιο θα πρέπει να εξασφαλίζει σταθερό και προοδευτικά αυξανόμενο ποσοστό του προϋπολογισμού για τακτικά ερευνητικά προγράμματα – διαφορετικά, η ανάληψη της θέσης αυτής γίνεται άνευ νοήματος.

*Ο κ. Στυλιανός Ε. Αντωναράκης είναι ομότιμος καθηγητής Γενετικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Γενεύης Ελβετίας, πρώην πρόεδρος του Διεθνούς Οργανισμού Ανθρωπίνου Γονιδιώματος (HUGO), ακαδημαϊκός.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT