Η πολυφωνική θέαση του παρελθόντος μας

3' 13" χρόνος ανάγνωσης

Ο δήμαρχος είχε πάρει το πιο επίσημο ύφος του καταλήγοντας στο σύντομο λογύδριό του: «Για εμάς η ιστορία μας, η ιστορία του δήμου μας, είναι η πιο πολύτιμη κληρονομιά που έχουμε». Η δική μου ερώτηση ήταν κάπως πιο πεζή. Βρισκόμουν στο γραφείο του εκπροσωπώντας τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας στα οποία τότε εργαζόμουν: «Χαίρομαι, αυτό κάνει τη δουλειά μας πιο εύκολη. Τα αρχεία του δήμου πού βρίσκονται;». Η απάντηση δεν με εξέπληξε: «Ξέρετε, αρχείο εμείς δεν έχουμε». Κάθε ιστορικός μπορεί να αφηγηθεί έναν τέτοιο διάλογο με παραλλαγές μόνο στην αποστομωτική απάντηση: τα αρχεία «τα έκαψαν οι κατακτητές», «πετάχτηκαν σε μια μετακόμιση», «κάπου υπάρχουν κάτι χαρτιά σε μια κλειστή αποθήκη». Δεν θέλω να διεκτραγωδήσω τα βάσανα των ιστορικών – σε σύγκριση με αυτά άλλων εργαζομένων της χώρας είναι αμελητέα. Τέτοιοι διάλογοι όμως συμπυκνώνουν ένα χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας: την απόκλιση ανάμεσα σε μια ρητορική που αναγορεύει την ιστορία σε έναν ανεκτίμητο θησαυρό και στην πραγματικότητα της ελάχιστης επένδυσης σε αυτήν. Κυριολεκτικής επένδυσης, γιατί τα αρχεία –για να μείνω σε αυτά– κοστίζουν. Ομως και μεταφορικής, γιατί η πρόσβαση σε αυτά μπορεί να πυροδοτήσει τις συζητήσεις που μας ξεβολεύουν.

Πρόκειται για μια αντίφαση που αποκαλύπτει την προβληματική σχέση με το ίδιο το ιστορικό παρελθόν. Το υπόβαθρό της σχετίζεται με μια συντηρητική εντέλει αντίληψη που βολεύεται με κοινοτοπίες για τον λαό που δεν μαθαίνει από τα λάθη του και άλλα τέτοια γνωστά και τετριμμένα. Συντηρητική γιατί προκύπτει από την ανησυχία ότι η αναστάτωση και η αναθεώρηση του παρελθόντος διασαλεύουν κάποιου είδους σταθερότητα και κυρίως την κληροδοτημένη παράδοση ότι η ιστορία, το παρελθόν, τα μνημεία, ανήκουν στη σφαίρα του ιερού και απαραβίαστου. Η αντίληψη αυτή διατρέχει τον δημόσιο λόγο και εμφανίζεται σε απρόβλεπτες στιγμές: ας θυμηθούμε εδώ τη διαμάχη για τα σχολικά βιβλία, την ένταση της συζήτησης για τη δεκαετία του 1940, τις αντιδράσεις γύρω από τη χρήση των αρχαίων μνημείων. Και ενδεχομένως να αποκτήσει νέα δυναμική μέσα από τις παγκόσμιες εξελίξεις. Πολύ πρόσφατα ο Λευκός Οίκος εξέδωσε ένα διάταγμα για την «αποκατάσταση της αλήθειας και της λογικής στην αμερικανική ιστορία». Σε αυτό ορίζει το περιεχόμενο εκθέσεων σε μουσεία, επιπλήττει ιδρύματα για την προαγωγή ιδεολογικών σχημάτων που «διαιρούν» την αμερικανική κοινωνία, προχωράει στην παλινόρθωση μνημείων σε δημόσιους χώρους, τα οποία συνδέονται με τις εμπειρίες της αποικιοκρατίας και της δουλείας. Δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε αν ένα ανάλογο ιδεολογικό ρεύμα κάνει την εμφάνισή του στη χώρα μας, με στόχο να περιθωριοποιήσει την ίδια τη λογική μιας δημοκρατικής και πολυφωνικής θέασης του παρελθόντος προς όφελος μιας «αληθινής» και «λογικής» –ό,τι και αν σημαίνουν αυτές οι έννοιες– αφήγησης. Τη θεσμική, δηλαδή, και εκ των άνω εκπορευόμενη συγκρότηση ενός κανόνα «ορθής» ανάγνωσης του παρελθόντος.

Η απόκλιση ανάμεσα σε μια ρητορική που αναγορεύει την ιστορία σε έναν ανεκτίμητο θησαυρό και στην πραγματικότητα της ελάχιστης επένδυσης σε αυτήν.

Iσως θα πρέπει να σκεφτούμε μέσα σε αυτό το πλαίσιο την πρόσφατη απόφαση για τη μη διάθεση του χώρου της Ακρόπολης στον σκηνοθέτη Γιώργο Λάνθιμο. Η λογική των «ασύμβατων αξιών» που αναφέρονται στη γνωμοδότηση του ΚΑΣ προϋποθέτει την αποδοχή μιας λογικής ότι οι χώροι έχουν καθορισμένες και σταθερές αξίες. Και αυτό αν το σκεφτεί κανείς κάπου αντιφάσκει με την ίδια την ιδέα ότι το παρελθόν –και τα μνημεία του– είναι εξ ορισμού ανοιχτά πεδία σε αξιακές, ιδεολογικές και αισθητικές αναγνώσεις. Αυτό είναι μια αφετηριακή κατάκτηση της δημοκρατίας μας και η έγνοια μας θα έπρεπε να είναι η εμβάθυνσή της. Το παρελθόν δεν κινδυνεύει από την ανοιχτή θέασή του. Το αντίθετο θα μπορούσε να πει κανείς. Εκεί αποκτά παραγωγικές διαστάσεις, συνδέεται με σύγχρονες συζητήσεις, φεύγει από τη σφαίρα του ιερού και γίνεται οργανικό στοιχείο της ζωής μας και της αναζωογόνησης των κοινωνιών μας. Αλλά όλα αυτά απαιτούν μια ρήξη με τη λογική του καλού δημάρχου και διαδοχικών θεσμικών κρίκων, που προτιμούν να μιλούν για το παρελθόν μέσα από το πρίσμα μιας κληρονομιάς αντί να κάνουν κάτι για αυτό μέσα από την κοινωνικοποίησή της.

*Ο κ. Κωστής Καρπόζηλος είναι ιστορικός.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT