Ο χάρτης για τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό (ΘΧΣ) που κατατέθηκε από την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ενωση έχει μια μακρά ιστορία αναβολών και παλινδρομήσεων. Επρεπε να είχε κατατεθεί έως τις 31 Μαρτίου 2021, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Ενωσης, αλλά καθυστέρησε γιατί ήταν κρίσιμη η παρουσία του για τις ελληνοτουρκικές διαφορές της Ελλάδας με την Τουρκία. Χρειάστηκε μια καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (υπόθεση C-128/24) και μια διαβεβαίωση από την Ενωση, ότι η κατάθεση δεν απαιτεί προηγούμενη οριοθέτηση, για να πεισθεί η Ελλάδα να προσκομίσει τον χάρτη.
Ο ΘΧΣ περιέχει σημεία όπου η Ελλάδα έχει σαφώς οριοθετήσει τις θαλάσσιες ζώνες της με τρίτα κράτη (η περίπτωση της συμφωνίας Ελλάδας – Ιταλίας, όπου τα δύο κράτη συμφώνησαν, το 2020, να μετατρέψουν τη συμφωνία οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας του 1977 σε γενική συμφωνία θαλασσίων ζωνών, με βάση την οποία η Ελλάδα υστερογενώς επεξέτεινε την αιγιαλίτιδα ζώνη της περιοχής στα 12 ν.μ. και πολύ πρόσφατα ανακήρυξε Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη [ΑΟΖ] στην ίδια περιοχή, και η περίπτωση της συμφωνίας μερικής οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, η οποία αγγίζει ανατολικά τον 28ο μεσημβρινό, που είναι και η αρχή των διεκδικήσεων της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ τέμνεται σε ορισμένα σημεία με την οριοθέτηση που προέκυψε από το memοrandum Τουρκίας – Λιβύης, το οποίο δεν αναγνωρίζει η Ελλάδα ως έγκυρο). Να επισημανθεί ότι τόσο στο Ιόνιο όσο και στο Αιγαίο οι δύο συμφωνίες δίνουν μερική επήρεια στις ακτές ορισμένων εμπλεκομένων στην οριοθέτηση νησιών. Ενώ περιέχει και σημεία όπου δεν έχει επιτευχθεί έως σήμερα οριοθέτηση και που αφορούν κυρίως μια συμφωνία με την Τουρκία για να πραγματοποιηθεί.
Για να δούμε τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις πρέπει να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα του ΘΧΣ σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας: σύμφωνα με αυτό, για την υφαλοκρηπίδα κάθε παράκτιο κράτος έχει το δικαίωμα να οριοθετήσει μονομερώς την υφαλοκρηπίδα του, καθώς το δικαίωμα αυτό προκύπτει ipso facto και an initio από το γεγονός ότι το παράκτιο κράτος έχει ακτές στη θάλασσα. Το ίδιο συμβαίνει και με την ΑΟΖ, η οποία είναι sui generis θαλάσσια ζώνη, με συνολικές και κάθετες δικαιοδοσίες στο θαλάσσιο περιβάλλον. Αλλά αυτή η μονομερής δυνατότητα του παράκτιου κράτους αίρεται όταν το κράτος βρίσκεται σε θαλάσσια περιοχή όπου η στενότητα του χώρου δεν επιτρέπει την πλήρη ανάπτυξη του δικαιώματος (δηλ. τα 200 ν.μ. από την ακτή), λόγω της ύπαρξης ενός άλλου κράτους, αντικείμενου ή παρακείμενου σε αυτό. Τότε, σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας, και σύμφωνα με τα άρθρα 73 και 84 της Σύμβασης του ’82 για το Δίκαιο της Θάλασσας, που έχει αποκτήσει και εθιμική ισχύ, για να αποκτήσεις δικαίωμα υφαλοκρηπίδας ή ΑΟΖ πρέπει προηγουμένως να οριοθετήσεις με το αντικείμενο ή παρακείμενο κράτος με συμφωνία, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, και το τελικό αποτέλεσμα της συμφωνίας να αποδίδει μια ευθύδικη λύση. Ως το σημείο που θα έχει επιτευχθεί μια συμφωνία, τα κράτη που έχουν αντικείμενες ή παρακείμενες ακτές δεν έχουν δικαιώματα υφαλοκρηπίδας / ΑΟΖ παρά μόνον διεκδικήσεις.
Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός στο σκέλος του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου αποτελεί απλώς ένα χάρτη διεκδικήσεων των απώτατων ορίων της Ελλάδας στις περιοχές αυτές.
Η Ελλάδα, τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο, έχει μια στενότητα χώρου που δεν επιτρέπει μια μονομερή οριοθέτηση – κήρυξη της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Είμαστε δέσμιοι των τουρκικών διαθέσεων, που φαίνεται πως η Τουρκία δεν είναι έτοιμη να συμβιβαστεί με μια επίλυση της μοναδικής, «καθ’ ημάς», διαφοράς της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου και αντιστοίχως της ΑΟΖ. Το εφεύρημα του νόμου 4011/2011 δεν διευκολύνει ιδιαίτερα τα πράγματα, γιατί αν δεχθούμε καταχρηστικά ότι το «ελλείψει συμφωνίας» σημαίνει έλλειψη συμφωνίας, ακόμα και στην περίπτωση που δεν επιχειρήθηκαν καθόλου διαπραγματεύσεις για την επίτευξη οριοθέτησης –πράγμα που μας φέρνει σε πλήρη αντίθεση με τα σχετικά άρθρα της Σύμβασης και τη διεθνή νομολογία–, η μονομερής οριοθέτηση δεν παράγει νόμιμα αποτελέσματα και οι διεκδικήσεις παραμένουν χωρίς να αποκτούν τη φύση του δικαιώματος.
Συνεπώς ο ΘΧΣ, στο σκέλος του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, είναι απλώς μια ευρηματική απεικόνιση των ελληνικών διεκδικήσεων, χωρίς έννομα αποτελέσματα. Και αποτελεί απλώς ένα χάρτη διεκδικήσεων των απώτατων ορίων της Ελλάδας στις περιοχές αυτές. Ή, καλύτερα –κάτι που και το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών δέχεται–, μια πρόσκληση για διαπραγμάτευση με την Τουρκία για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, το μόνο διεθνές όργανο που μπορεί, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία του σε επίλυση θαλασσίων διαφορών, να δώσει μια σαφή και τελεσίδικη λύση στο χρονίζον πρόβλημα της οριοθέτησης.
Πάντως, δύο παρατηρήσεις έχουμε για τα απώτατα όρια που διεκδικούμε: πρώτον, ότι η ρύθμιση στο Αιγαίο δεν μοιάζει ρεαλιστική, καθώς επανερχόμαστε σε μια λύση πλήρους αποκλεισμού της Τουρκίας στη θάλασσα αυτή. Πράγματι, αυτή υπήρξε η πρόταση του νομικού συμβούλου του υπουργείου Εξωτερικών, αείμνηστου καθηγητή Κ. Οικονομίδη, που θα ήταν εύλογο να έχει ξεπεραστεί, με τον χρόνο, από διαφορετικές διεκδικήσεις, που θα έδιναν, τουλάχιστον στο Βόρειο Αιγαίο, κάποια δικαιώματα στην Τουρκία. Αυτός ο αποκλεισμός προσομοιάζει στον αποκλεισμό που επιδιώκει η Ελλάδα με την πρόθεση να διευρύνει τα εξωτερικά όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης της στα 12 ν.μ. Δεύτερον, στην Ανατολική Μεσόγειο, η πλήρης επήρεια του συμπλέγματος του Καστελλορίζου οδηγεί σε ακραία αποτελέσματα, δηλ. στην πλήρη αγνόηση της νομολογίας του Διεθνούς Δικαστηρίου, για την οποία το μήκος των αντικείμενων ακτών παίζει πρωταρχικό ρόλο στην οριοθέτηση. Κι αν αυτό είναι αλήθεια, πώς επιτυγχάνεται το ευθύδικο αποτέλεσμα με την ελληνική πρόταση, σε ένα περιβάλλον που οι τουρκικές ακτές είναι πολύ ευρύτερες από τις ακτές του Καστελλορίζου; Νομίζω ότι μια πιο μετριοπαθής σχέση των ακτών θα έκανε τις ελληνικές προτάσεις πιο αξιόπιστες, τόσο όσον αφορά το Αιγαίο Πέλαγος όσο και την Ανατολική Μεσόγειο. Και πάντως, ανεξαρτήτως του πώς θα παρουσιαστούν οι ελληνικές διεκδικήσεις στις διαπραγματεύσεις ή στο Διεθνές Δικαστήριο, παραμένει ισχυρό το επιχείρημα ότι ο προτεινόμενος χάρτης παρουσιάζει τα απώτατα όρια υφαλοκρηπίδας / ΑΟΖ και ότι δεν αποκλείεται μετριοπαθέστερες λύσεις να επικρατήσουν.
*Ο κ. Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

