Εκείνο το γράμμα είχε γραφτεί με πολύ πόνο. Συμπύκνωνε στις σελίδες του τη μειονεκτική θέση στην οποία βρισκόταν κοινωνικά η γυναίκα στη μεταπολεμική Ελλάδα, πόσο μόνη και αβοήθητη απέναντι στο στίγμα μπορούσε να είναι μια νέα, ανύπαντρη μητέρα, πώς άλλοι εξουσίαζαν το σώμα της. «Πριν 30 περίπου χρόνια ξεκίνησε από ένα χωριό ένα κοριτσάκι, ένα παιδί στο σώμα, στο μυαλό και στην ψυχή και ήρθε στη ζούγκλα που λέγεται Αθήνα για να εργαστεί, για να φτιάξει την προίκα του. Ηταν μικρό και αθώο, δεν καταλάβαινε τους κινδύνους που το παραμόνευαν», έγραφε η συντάκτρια.
Στις επόμενες σελίδες συνέχιζε την εξιστόρηση. Ηταν έφηβη ακόμη όταν εργάστηκε ως εσωτερική οικιακή βοηθός, ψυχοκόρη, στο σπίτι μιας εύπορης οικογένειας της Αθήνας. Το αφεντικό της τη βίασε, έμεινε έγκυος. Βρέθηκε στο Κέντρο Βρεφών «Μητέρα», το οποίο είχε δημιουργηθεί κυρίως λόγω του στίγματος που συνόδευε τότε όσες γυναίκες κυοφορούσαν εκτός γάμου. Στον θάλαμό της υπήρχαν και άλλα κορίτσια σε παρόμοια θέση, ήταν όμως η πιο μικρή. Εγινε ο τοκετός, δεν της επέτρεψαν να κρατήσει το βρέφος «για να μη συνδεθεί με εκείνο» και λίγο καιρό αργότερα ένα ζευγάρι από τις ΗΠΑ υιοθέτησε τον γιο της.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η νεαρή γυναίκα έπρεπε να διαχειριστεί όχι μόνο το δικό της τραύμα, αλλά και τον αποχωρισμό με το παιδί της. Η σκέψη της ήταν αγκιστρωμένη σε εκείνον. Τι να κάνει, άραγε, εκεί που βρίσκεται; Περνάει καλά; Τον αγαπούν; Τον φροντίζουν; Πώς και πού μεγαλώνει; Η ελπίδα μέσα της ότι κάποια στιγμή θα ανταμώσουν δεν έσβησε ποτέ.
Στις ΗΠΑ ο γιος της μεγάλωσε γνωρίζοντας ότι είναι υιοθετημένος. Είχε μάθει για τη σύνδεσή του με την Ελλάδα και ήθελε να ανακαλύψει περισσότερα για τις ρίζες του. Ηταν ανοιχτός απέναντι σε κάθε ενδεχόμενο, δεν τον τρόμαζε τι θα βρει, αν θα γίνει αποδεκτός ή όχι. Δεν είχε κλείσει ακόμη τα 30 όταν βρέθηκε στον τόπο καταγωγής της βιολογικής του μητέρας αναζητώντας την. Δεν κατόρθωσε τότε να τη συναντήσει, άφησε τα στοιχεία του και η είδηση της αναζήτησης έφτασε σε εκείνη. Ξεκίνησαν να αλληλογραφούν.
«Σου έδωσα ζωή από τη ζωή μου και σάρκα από τη σάρκα μου, αλλά από την ώρα που γεννήθηκες σε έχασα παιδί μου από κοντά μου και μου έμεινε πόνος μεγάλος, βουβός κι αγιάτρευτος», του έγραψε στην πρώτη της μακροσκελή επιστολή. Εκεί του τα είπε όλα.
Επειτα από χρόνια συναντήθηκαν. Η γυναίκα είχε παντρευτεί, είχε αποκτήσει και άλλα παιδιά, ο γιος της με τον οποίο είχαν χαθεί είχε και εκείνος μια υποστηρικτική σύντροφο. Στην Αθήνα βρήκε μια δεύτερη οικογένεια και ανοιχτές αγκαλιές. Τα ετεροθαλή αδέλφια του τον υποδέχθηκαν με χαρά όταν έπειτα από καιρό τούς αποκαλύφθηκε η σχέση τους. Κατανόησαν πόσο δύσκολα είχε περάσει η μητέρα τους. Ενιωσαν πιο πλήρεις υποδεχόμενοι ένα ακόμη μέλος στην οικογένειά τους.
Δεν έχουν όλες αυτές οι ιστορίες παρόμοια κατάληξη. Σε κάποιες περιπτώσεις όσοι αναζητούν τις βιολογικές τους ρίζες μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με καχυποψία, να αναμοχλεύσουν επώδυνες αναμνήσεις ή –το πιο πιθανό– να μην εντοπίσουν τη βιολογική τους μητέρα εν ζωή.
Στην ψυχροπολεμική Ελλάδα της ανέχειας και των γεννήσεων εκτός γάμου, χιλιάδες παιδιά υιοθετήθηκαν από άτεκνα ζευγάρια του εξωτερικού –κυρίως από τις ΗΠΑ– με συχνά επιφανειακά νομότυπες και ανεπαρκείς διαδικασίες. Η Βελγίδα ελληνίστρια Γκόντα φαν Στιν, έχοντας ερευνήσει συστηματικά το ζήτημα επί σειράν ετών, εκτιμά σε περίπου 4.000 τα παιδιά που εστάλησαν στις ΗΠΑ με αυτό το μαζικό πρόγραμμα υιοθεσιών. «Τα παιδιά που εστάλησαν από το ’55 περίπου και μετά είναι τα νόθα παιδιά της Ελλάδας. Είναι πάντα λευκά παιδιά, που θα ανταποκριθούν στην τεράστια ζήτηση των Αμερικανών να βρουν υγιέστατα λευκά μωρά», μου είχε πει.
Δεκαετίες μετά, αυτά τα χαμένα παιδιά επιχειρούν να βρουν τις ρίζες τους. Ορισμένοι προσπαθούν να συλλέξουν στοιχεία για το παρελθόν τους ανατρέχοντας στα αρχεία του Κέντρου Βρεφών «Μητέρα», του ΠΙΚΠΑ ή άλλων ιδρυμάτων. Κάνουν τεστ DNA για να αναζητήσουν σε βάσεις δεδομένων πιθανούς συγγενείς τους. Η επανένωση, όμως, είναι μόνο μία πτυχή της ιστορίας τους. Αρκετοί εξ αυτών, παρότι γεννήθηκαν στην Ελλάδα, αδυνατούν ή καθυστερούν λόγω γραφειοκρατικών εμποδίων να επανακτήσουν την ελληνική ιθαγένεια.
Εδώ και καιρό έγιναν πολλές ενέργειες και επαφές με κυβερνητικά στελέχη από πρωτοβουλίες διεκδίκησης των δικαιωμάτων των υιοθετημένων παιδιών του Ψυχρού Πολέμου, για να βρεθεί μια λύση, να επιταχυνθούν οι διαδικασίες, να ξεπεραστούν τα εμπόδια. Η «Κ» με διαδοχικά δημοσιεύματά της ανέδειξε το θέμα των χαμένων παιδιών και της ιθαγένειας. Μια υπουργική απόφαση που υπεγράφη πρόσφατα φαίνεται πως προσφέρει λύσεις και θα διευκολύνει τώρα αυτή τη διαδικασία. Η απόφαση προβλέπει με ακρίβεια τις διαδικασίες για την εγγραφή στο δημοτολόγιο παιδιών που υιοθετήθηκαν από αλλοδαπούς έως και το 1976. Ηταν υποχρέωση της ελληνικής πολιτείας, έστω και με καθυστέρηση ετών, να σταθεί δίπλα τους.

