Ένα βασικό πρόβλημα στην κουβέντα περί δημοκρατίας, που έχει γίνει δικαιολογημένα έντονη και συγκρουσιακή στην εποχή μας, είναι μια λανθασμένη παραδοχή: ότι η ευρεία, συμπεριληπτική αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι ένα προαιώνιο κεκτημένο. Ότι έτσι ήταν πάντα η φυσική κατάληξη της πολιτικής εξέλιξης για χώρες όπως η δική μας και ότι, άπαξ και κατακτήθηκε, κατοχυρώθηκε τελεσίδικα, καθότι είναι το καλύτερο και πιο αποτελεσματικό πολίτευμα από όσα έχουν δοκιμαστεί, και το μόνο που εξασφαλίζει προστασίες και δικαιώματα για όλους τους πολίτες. Υπάρχουν ευρύτατα γνωστά ιστορικά στοιχεία, βεβαίως, που αμφισβητούν τη διαχρονικότητα αυτού του κεκτημένου. Ξέρουμε ότι η αρχαία Αθήνα δεν ήταν “δημοκρατία” με καμία σύγχρονη έννοια του όρου, καθότι μόνο το 15-20% του πληθυσμού είχε δικαίωμα να συμμετάσχει στις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Ξέρουμε, επίσης, ότι μόλις πριν 60-70 χρόνια πριν στη χώρα μας ψήφιζαν και τα δέντρα. Αλλά ο μύθος είναι επίμονος. Και έχει ως αποτέλεσμα να νομίζουμε ότι η δημοκρατία μας, με όλα τα προβλήματα και τις δυσλειτουργίες της, είναι τελεσίδικη και ασφαλής.
Λέμε, ας πούμε, ότι οι ΗΠΑ είναι μια δημοκρατία ηλικίας σχεδόν 250 χρόνων. Ότι έχει βαθιά και διαχρονική δημοκρατική παράδοση. Είναι αλήθεια αυτό; Στις εκλογές του 1824, ας πούμε, δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο 1,3 εκατομμύρια Αμερικανοί, σε πληθυσμό 5 εκατομμυρίων, δηλαδή 1 στους 4. Τότε ψήφιζαν μόνο οι λευκοί άνδρες, όχι γυναίκες ή σκλάβοι. Και πόσοι ψήφισαν όντως σε εκείνες τις εκλογές; 350.000 άτομα. Το 7% του ενήλικου πληθυσμού. Τον Τζον Κουίνσι Άνταμς, που εξελέγη Πρόεδρος, τον ψήφισαν μόνο 122.000 άνθρωποι, αριθμητικά πολύ λιγότεροι από αυτούς που ψήφισαν Γιάνη Βαρουφάκη στη Β’ Αθηνών τον Ιανουάριο του 2015, ας πούμε. Αυτή ήταν “δημοκρατία” μόνο στη θεωρία. Και αυτά δεν ίσχυαν μόνο δύο αιώνες πριν. Τη δεκαετία του 1960 στην Πολιτεία της Αλαμπάμα μόνο το 23% των μαύρων είχε το δικαίωμα της ψήφου. Στην Πολιτεία του Μισισιπί, μόλις το 7%. Ο μισός πληθυσμός, οι γυναίκες, απέκτησαν το δικαίωμα της ψήφου στην Ελλάδα μόλις το 1952. Στην Ελβετία, το 1971.
Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι η δημοκρατία, η καθολική συμπεριληπτική δημοκρατία που εξασφαλίζει το διακαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι σε όλες και σε όλους, είναι πολύ φρέσκο και πρόσφατο φαινόμενο. Και πολύ λιγότερο δοκιμασμένο, μπαρουτοκαπνισμένο και κατοχυρωμένο από όσο πολλές και πολλοί νόμιζαν.
Ένας από τους λόγους που η πλήρης δημοκρατία άργησε τόσο να απλωθεί στον πλανήτη είναι η διάχυση της πληροφορίας. “Ο μόνος τρόπος να στηθούν δημοκρατίες σε μεγάλη κλίμακα”, γράφει ο Γιουβάλ Χαράρι στο “Nexus” (για το οποίο γράψαμε και εκεί), “είναι τα ΜΜΕ. Εργαλεία που επιτρέπουν σε μεγάλους αριθμούς πολιτών που ζουν μακριά (από το κέντρο λήψης αποφάσεων και μεταξύ τους) να ενημερώνονται και να αποκτούν κοινές πληροφορίες, ώστε να δημιουργούν ένα αποτελεσματικό ενιαίο δίκτυο”. Αλλιώς δεν μπορεί να υπάρξει πραγματικά συμπεριληπτική αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
Και ποιό είναι το πρόβλημα στον πυρήνα κάθε δυσλειτουργίας που προκύπτει στις σύγχρονες δημοκρατίες; Μα, οι πληροφορίες. Οι τρόποι και οι μέθοδοι διάχυσης και διαμοιρασμού των πληροφοριών. Και στα προηγούμενα βιβλία του ο Χαράρι είχε εξηγήσει με ωραία και απλά λόγια μια αλήθεια που βεβαίως ήταν ούτως ή άλλως γνωστή: ότι η πραγματικότητά μας ορίζεται από ιστορίες, από παραμύθια που λέμε στους εαυτούς μας, τα οποία αποδεχόμαστε συλλογικά για να φέρουμε έναν μυστήριο και χαοτικό κόσμο σε μέτρα που μπορούμε να καταλάβουμε. Όλες οι θρησκείες, η έννοια του χρήματος, οι εθνικές ταυτότητες, είναι όλες ιστορίες τις οποίες πολλοί άνθρωποι, έχουν επιλέξει να πιστεύουν ταυτόχρονα, δημιουργώντας έτσι δίκτυα συνεργασίας και επικοινωνίας. Αλλά, βεβαίως, καμία από αυτές τις πληροφορίες δεν είναι αναγκαστικά και αντικειμενική “αλήθεια”.
Και το σημαντικότερο απ’ όλα: τα δίκτυα που φτιάχνονται από τους ανθρώπους που πιστεύουν μαζί αυτές τις ιστορίες δεν είναι απαραίτητα φτιαγμένα έτσι ώστε να διαφυλάσσουν τα συμφέροντα και την ευημερία πολλών από τα μέλη τους -ή και των περισσότερων. Tο πολύ ενδιαφέρον δίδαγμα που μας προσφέρει η Ιστορία είναι ότι η ικανότητα μιας κοινωνίας να συνδέεται και να διαμορφώνει δίκτυα βασισμένη σε πληροφορίες που είναι ψεύτικες ή κραυγαλέα λανθασμένες, δεν είναι κάτι που την κάνει απαραίτητα πιο αδύναμη ή ευάλωτη. Η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση ήταν μεγάλες, ισχυρές και τεχνολογικά προηγμένες χώρες, που υποτάχτηκαν σε παράλογες και λανθασμένες ιδέες χωρίς να αντιμετωπίσουν σοβαρές συνέπειες για πολύ καιρό.
Αλλά εδώ είναι που έρχεται η δημοκρατία. Ο λόγος για τον οποίο έχει αποδειχτεί το καλύτερο από όλα τα άλλα συστήματα διακυβέρνησης είναι το ότι δεν έχει μόνο ένα κέντρο από όπου ασκείται η εξουσία, όπως οι κάθε είδους μοναρχίες. Αντίθετα, έχει πολλά παράλληλα δίκτυα όπου διαχέονται οι πληροφορίες, και λειτουργούν ως αυτοδιορθωτικοί μηχανισμοί. Το κοινοβούλιο ελέγχει την κυβέρνηση, η δικαιοσύνη ελέγχει ανεξάρτητα τους πάντες, οι εταιρείες έχουν ελευθερίες να δραστηριοποιηθούν στο οικονομικό επίπεδο, οι ΜΚΟ μπορούν να ασκούν έλεγχο σε επιμέρους θεσμούς ή μηχανισμούς. Στη δημοκρατία οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται αποκλειστικά από τις πλειοψηφίες -ίσα ίσα, οι δημοκρατίες είναι τα καθεστώτα όπου ελαχιστοποιείται ο αριθμός των αποφάσεων που χρειάζεται να λαμβάνονται σε κεντρικό επίπεδο και δίνονται όσο το δυνατό περισσότερες ελευθερίες σε ανθρώπους και δομές να παίρνουν τις δικές τους αποφάσεις. Όλες οι ανεπτυγμένες δημοκρατίες, δε, έχουν σοβαρά θεσμικά εμπόδια για την επιβολή της θέλησης της πλειοψηφίας σε οποιαδήποτε μειοψηφία. Και οι δημοκρατίες θεωρούν ως δεδομένο ότι όλοι θα κάνουν λάθη. Γι’ αυτό υπάρχουν οι μηχανισμοί αυτοδιόρθωσης. Αντίθετα, η δικτατορία δεν κάνει ποτέ λάθος. Όσο περισσότερες αποφάσεις γίνεται λαμβάνονται κεντρικά, από τους αλάνθαστους ηγέτες που είναι οι μόνοι που μπορούν να αποφασίζουν για το καλό του λαού.
Τι γίνεται όμως όταν διάφοροι εξωγενείς παράγοντες επηρεάζουν τις πληροφορίες που διαχέονται σε μια δημοκρατία; Τα κίνητρα των αλγόριθμων των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας, για παράδειγμα, που ορίζουν τι εμφανίζεται μπροστά στα μάτια μας κάθε που ανοίγουμε το κινητό, είναι εντελώς διαφορετικά από την ορθή και αντικειμενική ενημέρωση του πολίτη, ή την ενδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών. Αποτέλεσμα; Ο Τραμπ. Το Brexit. Η σταδιακή, μεθοδική διάβρωση και η υποχώρηση της δημοκρατίας ανά τον κόσμο.
Και τώρα, λέει ο Χαράρι στο βιβλίο του, ελλοχεύει και μια άλλη, καινούργια απειλή. Ο βασικός κίνδυνος που προέρχεται από τις ΑΙ δεν είναι ότι πρόκειται για πολύ ισχυρούς υπολογιστές που μπορούν να προσφέρουν, ας πούμε, τρομερές ικανότητες παρακολούθησης και επιβολής σε στυγνούς δικτάτορες ή σε τρομοκράτες. Δεν είναι κάτι αντίστοιχο με πυρηνικά όπλα στα χέρια του καθεστώτος του Ιράν, ή της Αλ Κάιντα. Είναι κάτι πολύ χειρότερο. Γιατί ο βασικός κίνδυνος είναι το ότι οι ΑΙ θα μπορούν σύντομα να σχεδιάζουν τις δικές τους ιστορίες και να στήνουν τα δικά τους δίκτυα, με τρόπους, μεθόδους και κίνητρα που όχι απλά θα μας είναι άγνωστα, αλλά θα μας είναι και εντελώς αδύνατο να καταλάβουμε. Ο κίνδυνος δεν είναι δικτάτορες να χρησιμοποιούν ΑΙ για να υποδουλώσουν λαούς -αλλά οι ίδιες οι ΑΙ να είναι οι νέοι μας δικτάτορες. “Στον 21ο αιώνα”, γράφει ο Χαράρι, “κάποιο νέο ολοκληρωτικό καθεστώς θα μπορούσε να πετύχει εκεί που απέτυχαν ο Χίτλερ και ο Στάλιν και να δημιουργήσει ένα πανίσχυρο δίκτυο που θα εμποδίσει τις επόμενες γενιές ακόμα και να προσπαθήσουν να αποκαλύψουν τα ψέματα και τις φανταστικές του επινοήσεις”.

