Η επιστροφή Τραμπ στον Λευκό Οίκο έχει κλονίσει τις σταθερές πάνω στις οποίες βασίζεται η εξωτερική πολιτική των περισσότερων κρατών. Ο Τραμπ σέβεται και λαμβάνει υπόψη του όσους προβάλλουν ως ισχυροί και επιδραστικοί παράγοντες, ενώ όταν και όπου χρειάζεται εκμεταλλεύεται την αδυναμία της άλλης πλευράς, χωρίς να ξεχωρίζει τους συμμάχους από τους αντιπάλους.
Επομένως, ακόμη και η ταύτιση με τις ΗΠΑ δεν μας παρέχει κάποια προνομιακή μεταχείριση, πολλώ δε μάλλον εγγύηση ασφαλείας, ούτε καν στο σενάριο να προσφέρουμε κάτι χειροπιαστό που ο Τραμπ αντιλαμβάνεται ότι ικανοποιεί το στενό αμερικανικό συμφέρον. Δεν περιμένουμε σε μια ενδεχόμενη κρίση ούτε την έγκαιρη πυροσβεστική παρέμβαση της Ουάσιγκτον ούτε την τήρηση ίσων αποστάσεων. Ενδέχεται να βρεθούμε στη θέση να υποχρεωθούμε να δεχτούμε την αμερικανική πρόταση –που υποτίθεται ότι θα διευθετεί το πρόβλημα– με όρους… Ουκρανίας.
Η ελληνική πλευρά πρέπει, συνεπώς, να (επανα)χαράξει την πολιτική της, λαμβάνοντας μεν υπ’ όψιν τις παγίδες του ευμετάβλητου διεθνούς περιβάλλοντος, ενδυναμώνοντας, ωστόσο, με συνέπεια και ταχύτητα τις θέσεις της προκειμένου να μη βρεθεί προ δυσάρεστων εκπλήξεων. Στον συναλλακτικό κόσμο του Τραμπ, η διαπραγματευτική βάση σου δεν μπορεί παρά να είναι ισχυρή. Εξίσου και η αποτρεπτική σου δύναμη. Σε διαφορετική περίπτωση, ανοίγει περαιτέρω η όρεξη περιφερειακών αναθεωρητών, που σφετερίζονται ήδη κυριαρχικά μας δικαιώματα και αμφισβητούν την κυριαρχία μας. Η αποτροπή δεν σχετίζεται μόνο με την άμυνα, αλλά και με την αποφασιστικότητα που επιδεικνύεις κατά τη διαχείριση διαφόρων περιστάσεων, οι οποίες λειτουργούν σαν τεστ/δοκιμασία. Κάθε φορά που υπονομεύονται οι εθνικές θέσεις μας χωρίς να αντιδράμε ουσιαστικά, επί παραδείγματι γιατί οι αντίστοιχες της Τουρκίας είναι τόσο μαξιμαλιστικά ακραίες που (κρίνουμε πως) δεν χρήζουν απάντησης, πλην του λάθος μηνύματος προς την Αγκυρα, τίθεται σε εσωτερική αμφισβήτηση ακόμη και ο πυρήνας της εθνικής μας αξιοπρέπειας. Ετσι, συγκεκριμένοι κύκλοι όσων εμπορεύονται τη δήθεν αγάπη τους για την πατρίδα, εκμεταλλεύονται την κατάσταση για να καλλιεργήσουν την ηττοπάθεια, εμφανίζοντας την Τουρκία ως την απόλυτη κυρίαρχο. Μετά τα Ιμια και το εν τοις πράγμασι γκριζάρισμα μέρους της ελληνικής κυριαρχίας, βρισκόμαστε και πάλι ενώπιον κρίσιμων αποφάσεων, που θα κρίνουν τη θέση της Ελλάδας στην περιοχή τις επόμενες δεκαετίες.
Ενα κράτος που σχεδιάζει, συμμετέχει και υλοποιεί projects που το υπερβαίνουν και εξυπηρετούν συμφέροντα περισσότερων κρατών και υπερεθνικών οργανισμών, όπως η Ε.Ε., δημιουργεί ένα δεσμευτικό πλαίσιο αλληλοϋποστήριξης και απολαμβάνει τον σεβασμό και την προσοχή των υπολοίπων. Οταν, από την άλλη, χρειάζεται να ασκήσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και δεν το κάνουμε, αυτοεγκλωβιζόμενοι στο εκβιαστικό σχήμα της Τουρκίας, τότε τα αποδυναμώνουμε και οπωσδήποτε δημιουργούμε αβεβαιότητα σε εταίρους και επενδυτές ως προς τις δυνατότητες και την αποτελεσματικότητά μας.
Στην Ανατολική Μεσόγειο υπάρχει οργασμός σχεδίων, τα οποία εφόσον υλοποιηθούν θα εξυψώσουν σημαντικά τη γεωπολιτική, γεωοικονομική και ενεργειακή θέση της Ελλάδας. Τα κυριότερα που μας αφορούν, στην παρούσα φάση, είναι το καλώδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης GSI, που θα συνδέσει την Κύπρο και το Ισραήλ με την Ευρώπη, ο GREGY, που θα μεταφέρει πράσινη ηλεκτρική ενέργεια από την Αίγυπτο στην Ευρώπη, και ο διάδρομος IMEC, που θα φέρει την Ινδία εγγύτερα στη Γηραιά Ηπειρο με την καθοριστική συμμετοχή Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ. Ασφαλώς, η υλοποίηση ενός project δεν συνεπάγεται αυτομάτως και την περάτωση του άλλου, εντούτοις, δημιουργεί μια ισχυρή δυναμική. Αντιθέτως, τυχόν οριστική παύση σχεδίων θα διέχεε αμφιβολίες που επιδρούν στους υπολογισμούς κρατών και εταιρειών.
Εν προκειμένω, η Ελλάδα, πιάνοντας το νήμα από τη συγκρότηση του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, οφείλει αφενός να ολοκληρώσει τις διαδικασίες για τα δύο θαλάσσια πάρκα, σε Νότιο Αιγαίο και Ιόνιο, και να αναπτύξει επιπλέον υποδομές μόνιμου χαρακτήρα. Πρέπει να ακολουθήσουν τόσο οι έρευνες για υδρογονάνθρακες όσο και η συνέχιση των ερευνών για το καλώδιο GSI. Εφόσον όλα τα παραπάνω πάρουν σάρκα και οστά, η χώρα μας θα έχει κατοχυρώσει στον καλύτερο δυνατό βαθμό τις θέσεις της στην ευρύτερη περιοχή και θα έχει αναβαθμιστεί διαπραγματευτικά, ώστε να μπορεί να διαχειριστεί την εμφανή απροθυμία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών εκ μέρους της Τουρκίας, αν και απώτερος στόχος μας παραμένει η τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων τόσο με την Τουρκία όσο και με τη Λιβύη. Προκειμένου, όμως, αυτές να μην επηρεάζουν την εκπλήρωση των προαναφερθέντων σχεδιασμών, οφείλουμε να είμαστε αποτελεσματικοί επί του διπλωματικού και του επιχειρησιακού πεδίου.
*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA), καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

