Aρθρο 86 και συνταγματική ερμηνεία

3' 32" χρόνος ανάγνωσης

Είναι σημαντική η συζήτηση που γίνεται για την ερμηνεία του Συντάγματος με αφορμή το άρθρο 86. Οι περισσότεροι συνταγματολόγοι υποστηρίζουν ότι το γράμμα της διάταξης είναι σαφές: Η επιτροπή της Βουλής πρέπει να διεξάγει πλήρως την προανάκριση. Πρέπει όμως να εξηγήσουμε ποια ηθικοπολιτική αρχή του Συντάγματος παραβιάζεται με τη σύντμηση της διαδικασίας.

Με άρθρο του στην «Κ» ο κ. Βενιζέλος υποστηρίζει ότι καταστρατηγείται το Σύνταγμα διότι η επιτροπή δεν άσκησε τα καθήκοντά της. Το ερώτημα όμως είναι αν η επιτροπή είχε καθήκον να συλλέξει περισσότερο αποδεικτικό υλικό από αυτό που διαβιβάστηκε στη Βουλή, εφόσον και ο ίδιος ο κ. Τριαντόπουλος ζητεί να αχθεί η υπόθεση στην τακτική Δικαιοσύνη. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι ότι έτσι απαιτεί το «γράμμα» του Συντάγματος. Αυτό θα αποτελούσε λήψη του ζητουμένου. Το άρθρο 86 § 3 λέει απλά ότι η Βουλή συγκροτεί «ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης». Δεν ορίζει ποια μορφή πρέπει να λάβει αυτή η εξέταση, ούτε αποκλείει ρητώς την ευχέρεια της επιτροπής να κρίνει ότι το υπάρχον υλικό αρκεί για να αποφασίσει η ολομέλεια. Εξάλλου, το συγκεκριμένο άρθρο, όπως και οι ειδικότερες νομοθετικές διατάξεις, πρέπει να ερμηνεύονται με βάση τις υπόλοιπες διατάξεις του Συντάγματος. Η ακραία άποψη ότι το ίδιο το άρθρο 86 είναι αντισυνταγματικό, αν και εσφαλμένη, δεν μπορεί να αντικρουστεί με το να παραθέσουμε απλά το κείμενο του Συντάγματος.

Παραδοσιακά, ρυθμίσεις όπως αυτή του άρθρου 86 είναι εργαλειακής φύσεως: αποσκοπούν στο να μειώσουν τον κίνδυνο κακόβουλης παρέμβασης των δικαστικών αρχών στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Θεσπίζουν έτσι επιπλέον εγγυήσεις για τη δίωξη πολιτικών προσώπων σε σύγκριση με τους απλούς πολίτες. Η επιλογή όμως του άρθρου 86 είναι από τους πιο ακραίους τρόπους για να επιτευχθεί αυτή η εγγύηση. Πολιτικοποιεί τη διαδικασία άσκησης ποινικής δίωξης, καθώς οι βουλευτές καλούνται να εκτελέσουν χρέη ανακριτή, συγχέοντας τη βουλευτική με τη δικαστική ιδιότητα. Μοιάζει, δηλαδή, η ρύθμιση εξαρχής αντιφατική: επιχειρεί να προστατεύσει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, δηλαδή να μην παρεμβαίνουν οι δικαστές στην πολιτική εξουσία με τρόπο που την παραβιάζει. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι προκαλεί πολλαπλές στρεβλώσεις και επιτρέπει στα εκάστοτε κόμματα να χρησιμοποιούν τη διαδικασία για πολιτικές σκοπιμότητες. Αλλες χώρες ακολουθούν πιο ορθολογικές λύσεις, αναθέτοντας την αρμοδιότητα άσκησης δίωξης στη δικαστική εξουσία, αλλά με ειδική και διευρυμένη σύνθεση.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για τη συνταγματική ερμηνεία; Πρέπει να αξιολογήσουμε αν η σύντμηση του έργου της επιτροπής αυξάνει τον κίνδυνο αθέμιτης παρέμβασης στην πολιτική εξουσία. Αυτό θα συνέβαινε με βεβαιότητα αν η σύντμηση προωθούσε κατάφωρα μια πολιτικά υποκινούμενη δίωξη ή απέτρεπε μία δίωξη για την οποία υπάρχουν τα απαραίτητα στοιχεία. Είναι σωστή εδώ η σκέψη του κ. Αλιβιζάτου ότι αν υπήρχε άλλος τρόπος να επιτευχθεί η θεσμική εγγύηση, π.χ. να συμφωνούσαν όλα τα κόμματα, τότε το πνεύμα του άρθρου 86 δεν θα παραβιαζόταν. Δεν θα ανησυχούσαμε ότι αυξάνεται ο κίνδυνος κακόβουλης ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής. Ούτε θα θεωρούσαμε ότι η Βουλή αποποιείται κάποιο ιερό καθήκον της να επιτελεί τον ρόλο του ανακριτή. Το καθήκον αυτό είναι εργαλειακής φύσεως και σε ένταση με τον ρόλο του βουλευτή.

Βεβαίως, η ατυχής ρύθμιση του άρθρου 86 δημιουργεί περαιτέρω νομικά ζητήματα. Πρώτον, αν το δικαστικό συμβούλιο μπορεί να αναβαθμίσει τη δίωξη σε κακούργημα. Δεύτερον, αν η προκαταρκτική εξέταση προστατεύει την ποινική θέση του εκάστοτε εγκαλούμενου υπουργού, ακόμη και όταν ο ίδιος (ίσως από πολιτική πίεση;) ζητεί τη δίωξη. Το επιχείρημα εδώ είναι ότι η διαφάνεια της προκαταρκτικής εξέτασης είναι ένα αντίβαρο στις στρεβλώσεις που προκαλεί το ίδιο το άρθρο 86. Γίνεται όμως σαφής ο φαύλος κύκλος στον οποίο καταλήγουμε έτσι: ένα εξαρχής προβληματικό θεσμικό αντίβαρο, δημιουργεί στρεβλώσεις για τις οποίες απαιτούνται περαιτέρω αντίβαρα και ούτω καθεξής.

Η ιδέα ότι το Σύνταγμα είναι ζωντανός οργανισμός (living instrument) δεν σημαίνει ότι οι αρχές του αλλάζουν ανάλογα με το τι είναι πολιτικώς αποδεκτό ή σκόπιμο. Σημαίνει όμως ότι, με την πάροδο του χρόνου, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα αυτές τις αρχές. Δεν χρειάζεται αναθεώρηση για να καταλάβουμε ότι η αρμοδιότητα άσκησης ποινικής δίωξης κατά υπουργών δεν αποτελεί κάποιο ιερό καθήκον της Βουλής. Αντιθέτως, θεωρείται πλέον θέμα αρχής διεθνώς το να εμπιστευόμαστε την ανεξαρτησία των δικαστικών αρχών. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δικαστές είναι ο πρώτος στόχος αυταρχικών κυβερνήσεων και λαϊκιστών ηγετών, επιθυμία των οποίων είναι να καταστρατηγήσουν τις αρχές του Συντάγματος.

*Ο κ. Γιώργος Λέτσας είναι καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο UCL.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT