Η εκπαίδευση είναι το θεμέλιο μιας ισχυρής οικονομίας, ενός βιώσιμου και ανταγωνιστικού κοινωνικού συστήματος και ενός θωρακισμένου κράτους δικαίου. Σε μια εποχή που οι απαιτήσεις της γνώσης, της τεχνολογίας και της αγοράς εργασίας αλλάζουν ραγδαία, η ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου αποκτά καίριο ρόλο. Κρίσιμο εργαλείο για την αναβάθμιση αυτής της ποιότητας είναι η πραγματική και όχι κατ’ ευφημισμόν αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Οχι ως μέσο τιμωρίας ή συμμόρφωσης, αλλά ως σύστημα διαρκούς βελτίωσης, επιβράβευσης της εκπαιδευτικής επάρκειας και δημιουργίας ενός αληθινά αξιοκρατικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Η πραγματικότητα στην Ελλάδα απέχει αρκετά από την επιθυμητή αυτή κατάσταση. Εχει μεν θεσμοθετηθεί ένα υποτυπώδες σύστημα αξιολόγησης εκπαιδευτικών, το οποίο ωστόσο πάσχει τόσο σε επίπεδο εφαρμογής όσο και σε επίπεδο αποτελεσματικότητας. Ενα σύστημα το οποίο οδηγεί σχεδόν το 100% των αξιολογουμένων στην ανώτατη βαθμίδα («Εξαιρετικός») δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρο και αξιόπιστο. Η αξιολόγηση στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει καταντήσει να είναι απολύτως –προσέχω πολύ τη βαρύτητα του χαρακτηρισμού– εικονική, μια εντελώς διεκπεραιωτική διαδικασία. Πιο συγκεκριμένα:
– Η διαδικασία αξιολόγησης δεν είναι έγκυρη καθώς δεν είναι απροειδοποίητη, αλλά γίνεται μόνο σε διδασκαλία εκ των προτέρων συμφωνημένη μεταξύ αξιολογητή και αξιολογουμένου και με βάση εντελώς ασαφή ή μη εφαρμόσιμα γενικά κριτήρια.
– Χρειάζονται περίπου δέκα χρόνια για ένα σύμβουλο προκειμένου να αξιολογήσει έστω μία φορά το σύνολο των εκπαιδευτικών ευθύνης του.
– Δεν υπάρχει καμία προτυποποίηση της διαδικασίας.
– Μόνο ένας μικρός αριθμός νεοδιόριστων έχει αξιολογηθεί μέχρι σήμερα και όλοι σχεδόν κρίθηκαν «Εξαιρετικοί».
– Τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα της αξιολόγησης δεν δημοσιοποιούνται.
– Στους αξιολογητές τίθενται διαρκώς εμπόδια από τη γραφειοκρατία του νόμου, και από τις συνδικαλιστικές αντιδράσεις των εκπαιδευτικών συντεχνιών, ενώ το έργο τους εμποδίζεται και από ισχυρά οικονομικά αντικίνητρα (λ.χ. είναι αναγκασμένοι να πληρώσουν οι ίδιοι προκαταβολικά τα εκτός έδρας).
Ενα «έξυπνο» και συνεκτικό σύστημα αξιολόγησης δεν έχει ως σκοπό τον αποκλεισμό όσων υστερούν. Αντιθέτως, επιδιώκει να εντοπίσει τους λόγους, όταν ένας εκπαιδευτικός δεν τα καταφέρνει καλά, τις πραγματικές ανάγκες επαγγελματικής του βελτίωσης, ανάπτυξης και αναβάθμισης. Υπό το πρίσμα αυτό, η αξιολόγηση θα πρέπει να είναι:
– Διαρκής: Οχι εφάπαξ και μακροπρόθεσμη, αλλά συνεχής, με ανατροφοδότηση και σαφείς ενδείξεις προόδου.
– Ακριβής: Βασισμένη δηλαδή σε μετρήσιμα κριτήρια και όχι σε υποκειμενικές κρίσεις, συνδεόμενη με την επίτευξη μαθησιακών «στόχων», ανταποκρινόμενη στις εκπαιδευτικές ανάγκες και στην αποτίμηση της επίδρασης του διδάσκοντος στους μαθητές.
– Διαφανής και αξιόπιστη: Με ξεκάθαρες διαδικασίες, κοινούς δείκτες, ηλεκτρονική ιχνηλασιμότητα και δυνατότητα ελέγχου.
Οι άριστοι εκπαιδευτικοί θα έπρεπε να είναι πρότυπα, να επιβραβεύονται και να τους προσφέρονται προοπτικές εξέλιξης. Ταυτοχρόνως, εκείνοι που υστερούν θα πρέπει να εντάσσονται σε εξατομικευμένα προγράμματα βελτίωσης.
Με αυτόν τον τρόπο, ενισχύεται η λογοδοσία και διαμορφώνεται ένα σύστημα κινήτρων που αναγνωρίζει την προσπάθεια και επιβραβεύει την ποιότητα.
Κάθε εκπαιδευτικό σύστημα που φιλοδοξεί να λειτουργεί αξιοκρατικά και συγχρόνως αποτελεσματικά δεν μπορεί να μη διαφοροποιεί την προσέγγισή του ανάλογα με την απόδοση του εκπαιδευτικού. Οι άριστοι εκπαιδευτικοί θα έπρεπε να είναι πρόσωπα αναφοράς και πρότυπα, να τυγχάνουν αναγνώρισης και επιδοκιμασίας στην εκπαιδευτική κοινότητα, να επιβραβεύονται μισθολογικά και να τους προσφέρονται προοπτικές επαγγελματικής εξέλιξης στην ιεραρχία και ηγετικοί ρόλοι. Ταυτοχρόνως, εκείνοι που παρουσιάζουν ελλείψεις και υστερούν στη διαδικασία αξιολόγησης θα πρέπει να εντάσσονται σε εξατομικευμένα προγράμματα βελτίωσης.
Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να εγκαθιδρυθεί μια δυναμική κουλτούρα εκπαιδευτικής βελτίωσης και όχι στασιμότητας. Οταν όλοι αντιμετωπίζονται ισότιμα χωρίς αξιολογικό φίλτρο, τότε καταρρέει το νόημα της αξιολόγησης και απαξιώνεται πλήρως η προσπάθεια εκείνων που πραγματικά δίνουν με φιλότιμο και εργατικότητα προστιθέμενη αξία στο δημόσιο σχολείο.
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι πολυσύνθετος, δεν είναι απλώς (ανα)μεταδότης γνώσης, αλλά καθοδηγητής, εμπνευστής, σχεδιαστής μαθησιακών εμπειριών. Για να ανταποκριθεί, χρειάζεται ένα υποστηρικτικό πλαίσιο, το οποίο ξεκινά από την αξιολόγηση και καταλήγει στη συνεχή επαγγελματική αναβάθμιση.
Η αξιολόγηση, για να επιτύχει, πρέπει να αποσυνδεθεί από μικροδιαχειριστικές, χρονοβόρες και μη λειτουργικές πρακτικές. Απαιτούνται: Απλοποίηση της διαδικασίας και αποφόρτιση των συμβούλων Εκπαίδευσης από την υπέρμετρη και περιττή γραφειοκρατία που προβλέπει ο νόμος. Ψηφιοποίηση. Διαμόρφωση ενιαίων πρωτοκόλλων. Σύνδεση της αξιολόγησης με επιμόρφωση, οικονομικά κίνητρα και επαγγελματική εξέλιξη μέσω ατομικών αναπτυξιακών πλάνων.
Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών δεν είναι μια ακόμα επιμέρους εκπαιδευτική πολιτική. Είναι ένας μοχλός συνολικής προσαρμογής της εκπαίδευσης στις σύγχρονες ανάγκες. Οταν εφαρμόζεται σωστά, διαμορφώνει ένα πλαίσιο επιδόσεων, ενίσχυσης, αναγνώρισης και προοπτικής. Είναι η βάση για ένα εκπαιδευτικό σύστημα ανταγωνιστικό, λειτουργικό και δίκαιο.
*Ο κ. Τάσος Ι. Αβραντίνης είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοσιονομικών και Οικονομικών Μελετών.

