Στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης ανακαλύφθηκαν πρόσφατα τρεις ομαδικοί τάφοι με 33 σκελετούς από την εποχή των εκτελέσεων του Εμφυλίου Πολέμου. Δεν είναι η πρώτη φορά που δημόσια έργα αποκαλύπτουν πρόχειρα και ανώνυμα ενταφιασμένα οστά. Ούτε ήταν άγνωστο ότι σε εκείνο το μέρος τουφεκίστηκαν 400 κομμουνιστές με αποφάσεις εκτάκτων στρατοδικείων. Πρώτη φορά, όμως, αποκτά το ζήτημα αυτό παρόμοια δημοσιότητα.
Είναι φυσικό η είδηση να προκαλεί συγκίνηση, και κυρίως στους συγγενείς των εκτελεσμένων. Γιατί το πένθος μένει ανολοκλήρωτο, όσα χρόνια κι αν περάσουν, αν δεν έχει αναγνωρισθεί και αν δεν έχει αποδοθεί η δέουσα φροντίδα στον νεκρό. Υπάρχει πάντως και ένας πρόσθετος λόγος: οι νεκροί αυτοί δεν είναι σιωπηλοί. Μας δείχνουν την ηλικία, το φύλο, τις συνθήκες υπό τις οποίες εκτελέστηκαν, ακόμη και τη φυσική τους κατάσταση έως τότε. Μας λένε πολλά για τον τρόπο απόδοσης της δικαιοσύνης, τα βασανιστήρια και τις στερήσεις, τον τρόπο ενταφιασμού. Τέλος, οι νεκροί αναζωπυρώνουν τη μνήμη. Δεν είναι μόνο ηρωικοί νεκροί, αλλά και μέλη οικογενειών με τις δικές τους ιδιαίτερες μνήμες.
Σε ποιον όμως ανήκουν οι νεκροί; Βρισκόμαστε ακόμη σε μια εποχή που ζουν τα παιδιά τους και επομένως μπορούν να αποδοθούν στους δικούς τους. Αλλά είναι διαφορετικό το ζήτημα όταν παρέρχονται οι γενιές και η χρονική απόσταση μεγαλώνει. Υπάρχει όμως ζήτημα πολιτικής ιδιοκτησίας των νεκρών; Το πιθανότερο είναι αυτοί που τουφεκίστηκαν στον Εμφύλιο να ανήκαν ή να σχετίζονταν με το ΚΚΕ. Και πράγματι το ΚΚΕ, έχοντας ως κύριο άξονα της πολιτικής του τη διαφύλαξη της μνήμης του Εμφυλίου, έχει στήσει μνημεία και έχει διασώσει τεκμήρια και τόπους μαζικών ταφών της εποχής εκείνης, όπως στη Φλώρινα. Και αν δεν το έκανε το ΚΚΕ, δεν θα το έκανε, δυστυχώς, κανένας άλλος. Γιατί ο στρατός φρόντισε για τους δικούς του νεκρούς ήδη από τα χρόνια του Εμφυλίου. Υπάρχει όμως ένα ζήτημα εδώ. Είναι θεμιτό τα πολιτικά κόμματα να προβάλλουν αναδρομικά αξιώσεις ως προς τους νεκρούς του παρελθόντος; Θα ήταν, με λίγα λόγια, θεμιτό να επιστρατεύσουμε τους νεκρούς στις σημερινές πολιτικές διαμάχες; Το ερώτημα, βεβαίως, αυτό ακούγεται έωλο μπρος στην αδιαφορία του σημερινού κράτους απέναντι στους νεκρούς του παρελθόντος.
Η νέα ελληνική Ιστορία δεν ασχολήθηκε με τους νεκρούς της. Με εξαίρεση τους πεσόντες στον ελληνοαλβανικό πόλεμο, για τους οποίους και με διακρατικές συνθήκες έγιναν ταυτοποιήσεις των νεκρών και επώνυμες ταφές τους στα στρατιωτικά νεκροταφεία στην περιοχή των μαχών, για άλλες, και μάλιστα πολυάριθμες ομαδικές θανατώσεις και ταφές, από διάφορες περιόδους, από την Επανάσταση του 1821 έως και τον Εμφύλιο, δεν υπήρξε ανάλογο ενδιαφέρον και κυρίως ερευνητικό ενδιαφέρον. Κι όμως, το ενδιαφέρον για τη νεκροπολιτική, δηλαδή για τις αποτυπώσεις σε νεκρούς των πολιτικών αλλαγών (στους οποίους περιλαμβάνονται πόλεμοι εθνοτικοί και εμφύλιοι, δικτατορίες κ.λπ.) είναι στα τελευταία σαράντα χρόνια ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα σε πάρα πολλές χώρες (Ισπανία και πρώην Γιουγκοσλαβία, Λατινική Αμερική και υποσαχάρια Αφρική). Στις χώρες αυτές, την ευθύνη του έργου των εκταφών, της αναγνώρισης της ταυτότητας των νεκρών, της ανάλυσης των ιστορικών τεκμηρίων και της απόδοσης δικαιοσύνης είχαν οι γενικές εισαγγελίες με τη συνεπικουρία ινστιτούτων, πανεπιστημίων και διεθνών οργανισμών στους οποίους αναπτύχθηκε η forensic επιστήμη, δηλαδή μια δέσμη επιστημονικών κλάδων. Βεβαίως, στις χώρες αυτές οι έρευνες ως προς τα θύματα ήταν μέρος των λύσεων του πολιτικού τους προβλήματος.
Οι ανοιγμένοι τάφοι της Θεσσαλονίκης πρέπει να είναι αντι- κείμενο ερευνητικού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, το οποίο να μπορεί να συνεργαστεί με τη σύγχρονη κοινωνία και τις ανάγκες της.
Στην Ελλάδα, όμως, δεν είναι. Ο εμφύλιος πόλεμος έχει λήξει πριν από 75 χρόνια, οι νομικές του συνέπειες ήρθησαν σταδιακά και ολοκληρώθηκαν στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Τέλος, το 1989, με την κυβέρνηση Τζαννετάκη, οι πρώην εχθροί του Εμφυλίου συγκυβέρνησαν. Το τραύμα όμως του Εμφυλίου δεν επουλώθηκε, γιατί είναι βαθύ, απροσδιόριστο και μεταφερόμενο. Αποτελεί μια μετωνυμία του «γενικού κακού», της εθνικής κακοδαιμονίας. Εντούτοις, το τραύμα μπορεί να γίνει καταστροφικό και άγονο, αλλά μπορεί και δημιουργικό αν προκαλεί αναστοχασμό, αυτοκριτική και ενσυναίσθηση. Και οι νεκροί του Εμφυλίου ανήκουν σ’ αυτό το συλλογικό ιστορικό τραύμα.
Οι νεκροί επανέρχονται γιατί με την έκλειψη των ιδεολογιών προοπτικής, ταιριάζει στο πνεύμα της εποχής η ανάκληση των τραυμάτων. Ποιοι θεσμοί, όμως, θα διαχειριστούν αυτήν την επάνοδο; Εως τώρα η Αρχαιολογία διαχειρίζεται το απώτατο παρελθόν με προτεραιότητα το κλασικό. Αλλά εκείνο που χρειάζεται είναι να αγκαλιάσει συνολικά το ιστορικό παρελθόν. Οι ανοιγμένοι τάφοι της Θεσσαλονίκης πρέπει να είναι αντικείμενο ερευνητικού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, το οποίο να μπορεί να λογαριάσει και να συνεργαστεί με τη σύγχρονη κοινωνία και τις ανάγκες της. Γιατί οι νεκροί ανήκουν στην Ιστορία, αλλά και στη ζώσα μνήμη.
*Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι ομότιμος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

