Μνημεία και σύγχρονη δημιουργία

3' 20" χρόνος ανάγνωσης

Ενα από τα δημοφιλέστερα θέματα στο πολιτιστικό ρεπορτάζ παραμένει διαχρονικά η χρήση των μνημείων από τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία. Το ίδιο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: διαπρύσιοι θεματοφύλακες της ιερότητας των μνημείων μας μονομαχούν με φανατικούς οπαδούς τού «όλα επιτρέπονται χωρίς όρια και φραγμούς», στο όνομα της ελευθερίας της τέχνης.

Η μια πλευρά θεωρεί ότι τα μνημεία, απρόσιτα και ιερά, θα πρέπει να μένουν αλώβητα από κάθε σύγχρονη χρήση, και μάλιστα καλλιτεχνική, καθώς κανείς σύγχρονος δεν κρίνεται άξιος να αναμετρηθεί με το αρχαίο κλέος. Από την άλλη υπάρχουν φορές που η μνημειακή κληρονομιά αντιμετωπίζεται ως προνομιακό σκηνικό για να αντλήσει κανείς από αυτό δημοσιότητα, όποιος δηλαδή καταφέρει να «καπαρώσει» έναν εμβληματικό αρχαιολογικό χώρο. Στη μέση, όσοι καλούνται να εξετάσουν την αιτούμενη παραχώρηση μένουν έκθετοι, έτσι κι αλλιώς, στην κριτική, είτε από τους μεν ως βέβηλοι, είτε από τους δε ως οπισθοδρομικοί.

Ας θυμηθούμε εδώ ότι τα μνημεία, ως υλικότητες του παρελθόντος, αποκτούν την αξία που η κοινότητα αποφασίζει κάθε φορά να τους αποδώσει, για να ικανοποιήσει τις μνημονικές ανάγκες της ως συλλογικότητα, οι οποίες, ωστόσο, εξελίσσονται διαρκώς, ανάλογα με τα προτάγματα του παρόντος αλλά και του μέλλοντος που η ίδια προδιαγράφει.

Καθώς λοιπόν η αρχαιολογική κληρονομιά αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο της συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους, το συμβολικό φορτίο που επενδύθηκε στα μνημεία ως ταυτοτικά ορόσημα της κοινότητας σχεδόν εκμηδένισε την ανάδειξη των άλλων πτυχών της πρισματικής και πολυεπίπεδης υπόστασής τους. Αυτό είχε ως συνέπεια το υλικό παρελθόν να μνημειοποιείται και, τελικά, να αποξενώνεται από την κοινότητα. Κάθε σύγχρονη δράση μέσα σε αυτά κατέληξε να αντιμετωπίζεται με καχυποψία ή, έστω, με επιφύλαξη. Ιδίως αν πρόκειται για μνημεία επενδυμένα με βαρύ συμβολικό φορτίο, όπως η Ακρόπολη.

Αυτή η μονοδιάστατη πρόσληψη του μνημειακού αποθέματος μεγέθυνε το χάσμα του με την κοινότητα του 21ου αιώνα, αφού η απόσταση του κοινού από το απρόσιτο, επί του θεσμικού βάθρου, μνημείου-συμβόλου, τού στερεί τη δυνατότητα να απολαύσει τις αμέτρητες ιστορίες που έχουν να μας διηγηθούν τα υλικά κατάλοιπα του χθες.

Απέναντι σε αυτή τη μονόπλευρη ανάγνωση, η σύγχρονη δημιουργία μέσα στους αρχαιολογικούς χώρους μπορεί, πράγματι, να πυροδοτήσει νέες συνάψεις ανάμεσα στα μνημεία και στο σήμερα. Γιατί αρχαιολογικοί χώροι, όπως η Δήλος, δεν είναι απλώς ένας ερειπιώνας που θα απαθανατίσουν σε μια σέλφι βαριεστημένοι τουρίστες· κάθε γωνιά της έχει χιλιάδες συναρπαστικές ιστορίες να αφηγηθεί στον επισκέπτη. Για να τις αφουγκραστεί, ωστόσο, πολλές φορές απαιτούνται επίκαιρα αισθητηριακά ερεθίσματα. Η σύγχρονη δημιουργία μπορεί να αποκαταστήσει διαύλους με τις λανθάνουσες νησίδες μνήμης, ώστε να αποκρυπτογραφήσουμε τις υποφωτισμένες και υποκειμενικές αφηγήσεις που μπορούν να μας ψιθυρίσουν τα αρχαία, και οι οποίες συνήθως επικαλύπτονται από την εκκωφαντική μονοτονία της επίσημης δημόσιας αρχαιολογίας. Η λειτουργική ενσωμάτωση της σύγχρονης καλλιτεχνικής παραγωγής, όταν αυτή αλληλεπιδρά δημιουργικά με το μνημειοποιημένο παρελθόν, αποσυνθέτει την ετεροτοπική διάσταση των μνημείων και λειτουργεί ως καλός αγωγός για την ώσμωσή του με την απαιτητική κοινότητα του σήμερα.

Από την άλλη, τα μνημεία δεν μπορούν να λειτουργούν ως έτοιμα σκηνικά για ανεξέλεγκτη χρήση χωρίς όρους και όρια. Η επανοικείωση με τις μνημειακές υλικότητες μέσω της σύγχρονης δημιουργίας είναι ανάγκη να οριοθετείται αυστηρά, ώστε να μην ευτελίζει το απολύτως ευάλωτο άυλο κεφάλαιο, με το οποίο επί αιώνες έχουμε επενδύσει την πολιτιστική κληρονομιά μας. Γιατί δεν έχουν λείψει περιπτώσεις που επιχειρήθηκε μια καλλιτεχνική δράση, χωρίς μέτρο ή σεβασμό, να επιβληθεί στο ιστορικό τοπίο ή ο δημιουργός της να εκμεταλλευθεί, προς ιδία προβολή, την αίγλη ενός μνημείου. Βέβαια, έλεγχος της καλλιτεχνικής δημιουργίας δεν νοείται. Προϋποθέσεις όμως για τη χρήση ενός μνημείου επιβάλλονται. Το ζητούμενο είναι, στο τέλος, να διατίθεται ο απαραίτητος διανοητικός χώρος, ώστε η σύγχρονη δημιουργία να μπορεί να παραγάγει τις επιδιωκόμενες γόνιμες ανανοηματοδοτήσεις του μνημειακού περιβάλλοντος. Καθώς τα όρια ανάμεσα στο επιτρεπτό και το ακατάλληλο είναι συνήθως διάφανα και πορώδη και, σε κάθε περίπτωση, βαθύτατα υποκειμενικά, όσο και η ίδια η τέχνη, πάντα θα ανακύπτει το ερώτημα: ποιος, τελικά, είναι αρμόδιος να τα θέσει;

Εντέλει, η επανάχρηση των μνημείων φαίνεται ότι θα εξακολουθήσει να τροφοδοτεί τις δημόσιες αντιπαραθέσεις, επιβεβαιώνοντας ότι η διαχείριση των μνημείων στην Ελλάδα παραμένει πάνω από όλα διαχείριση συμβόλων.

*Ο κ. Δημήτρης Αθανασούλης είναι διευθυντής της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT