Η αποστολή της μνημειακής τέχνης

4' 10" χρόνος ανάγνωσης

Εάν στις ευνομούμενες πολιτείες οι θεσμοί είναι το καταφύγιο των καθημερινών ανθρώπων, στις ίδιες πολιτείες η μνημειακή τέχνη είναι ο λώρος των καθημερινών ανθρώπων με την ιστορία τους. Σε πολιτείες σαν τις δικές μας, που η δημόσια εξουσία αποτελεί «κτήμα» της κάθε κυβέρνησης, το παρελθόν ερμηνεύεται κυρίως διαιρετικά, άρα η μνημειακή τέχνη λειτουργεί κατά το δοκούν: των πολιτικών φορέων, των υπουργών, των στρατηγών, των πρωθυπουργών.

Ετσι κι αλλιώς, όμως, η κάθε προσπάθεια δημιουργίας μνημειακής τέχνης, μέσω ενός συγκροτημένου και εύστοχου, δημόσιου έργου τέχνης, ή μέσω μιας πρόχειρης προσπάθειας, μπαίνει αμέσως σε έναν καθημερινό αγώνα. Εναν αγώνα με αυστηρό κριτή τη δημόσια μνήμη. Αγώνας για το εάν το μνημειακό έργο θα «υιοθετηθεί» ηθικά από το κοινό, αν η αποδοχή θα είναι εφήμερη ή αν το έργο θα συνυφανθεί με την ηθική μας μνήμη.

Οσο και να σκεφτόμαστε ποιο είναι το πλέον καίριο μνημείο, το οποίο να εκπροσωπεί όλες τις ηλικίες, όλες τις Ελληνίδες και όλους τους Ελληνες, η σκέψη μας δεν θα βρει άλλο από εκείνο του Αγνώστου Στρατιώτη στο Σύνταγμα. Η πλειοψηφική του απήχηση επιβεβαιώνει την ανάγκη της μνημειακής τέχνης αλλά και της ισχύος των απαιτητικών κριτηρίων που αυτή καλείται να αντιμετωπίσει.

Παρότι άγνωστο στους περισσότερους διαβάτες, το πότε και το γιατί κατασκευάστηκε, το μνημείο του «Αγνώστου» διατηρεί αναλλοίωτο το κύρος του λόγω μιας επιτυχούς σειράς άμεσων και έμμεσων διαρθρώσεων. Μεταξύ άλλων, λόγω του κεντρικού σημείου όπου βρίσκεται, του αρχαίου οπλίτη της παράστασης, των ευζώνων, της Βουλής και λόγω της σταθερής κατάθεσης στεφάνων. Στα παραπάνω προστίθεται εξαιρετικά επιτυχώς η ελεγειακή, αφηρημένη, σιωπηρή πατριωτική αποτύπωση του μάταιου των πολέμων αλλά και του πολύτιμου της θυσίας για την πατρίδα. Η εκτίμηση και η συγκίνηση που αποπνέει δεν συνδέεται με τα συγκεκριμένα ηρωικά γεγονότα, με τους τόπους θυσίας που βρίσκονται σκαλισμένοι στον πωρόλιθο που το περιβάλλει. Οι τόποι των μαχών (απουσιάζει ευτυχώς ο Εμφύλιος) της περιόδου 1912-1974 αποτυπώνουν το τεκμήριο των χιλιάδων θυσιών.

Η μνημειακή τέχνη δεν καλείται να τεκμηριώσει, αλλά καλείται να γνωστοποιεί διαρκώς, μέσω συμβόλων, άυλες αξίες κοινωνικής και εθνικής συνοχής. Η επιστήμη τεκμηριώνει και το έργο της εξασφαλίζει στη μνημειακή τέχνη το κύρος της ιστορικής γνώσης και ασφάλειας.

Μάλλον όμως, σε πείσμα της αυστηρότητας των ιστορικών, η μνημειακή τέχνη αφομοιώνει και αντιφάσεις. Κανείς δεν σκέφθηκε να «καταγγείλει» τη χρονολογική και θεματική παραφωνία ότι η κεντρική παράσταση, του γυμνού, πλαγιασμένου αρχαίου οπλίτη στέφεται με τόπους μαχών, όπως η Κρέσνα το 1913 ή το Δορύλαιο (Εσκί Σεχίρ) το 1921.

Για την ορθή νοηματοδότηση του παρελθόντος μας απαιτείται μια πολιτεία που να σέβεται την πνευματική καλλιέργεια στο σήμερα και να αναζητάει χωρίς υπεραπλουστεύσεις την ηθική σύν- θεση στο παρελθόν.

Δεν έχουν περάσει ούτε εκατό χρόνια από την κατασκευή του μνημείου του «Αγνώστου» και κατάφερε να λειτουργήσει σαν τόπος συμβόλων χάρη και στην απτή και συμβολική λειτουργικότητα της μνημειακής τέχνης. Εκεί κατατέθηκε το πρώτο «αντιστασιακό» στεφάνι την 28η Οκτωβρίου 1941 από ανάπηρο νεαρό αξιωματικό του ελληνοϊταλικού πολέμου, με κίνδυνο να τον σκοτώσουν οι Γερμανοί, εκεί καταλήγει η τελετουργική πομπή των ευζώνων κάθε Κυριακή, εκεί διαδηλώνουν για χαρές, λύπες, ελπίδες, θυμούς και αγωνίες, εκεί γράφτηκαν τα ονόματα των παιδιών που σκοτώθηκαν στα Τέμπη. Κάθε φορά που το μνημείο βεβηλώθηκε, δεν βρέθηκε απολύτως κανείς να υποστηρίζει τη βεβήλωση, είτε λόγω ντροπής, είτε λόγω της κατακραυγής που θα υφίστατο.

Η μνημειακή τέχνη μάς χρειάζεται γιατί μας ενώνει και γιατί ανανεώνει τα συναισθήματα για την ταυτότητά μας, αλλά και γιατί παρηγορώντας, «εκσυγχρονίζει» πατριωτικές αντοχές. Η πλέον πρόσφατη καλλιτεχνική και ιστορική, μνημειακή, δημόσια εγκατάσταση είναι το έργο του γλύπτη Κώστα Βαρώτσου με τίτλο «Κιβωτός Εθνικής Μνήμης», το οποίο εγκαινιάστηκε στον περίβολο του υπουργείου Εθνικής Αμυνας στις 27 Μαρτίου. Συμμετέχει και αυτό στο μεγάλο στοίχημα της μνημειακής τέχνης.

Ο Παναγιώτης Τέτσης μιλώντας για την τέχνη αναφερόταν στην εμμονή του βλέμματος. Στην αιχμαλωσία που υφίσταται το βλέμμα του θεατή από το έργο τέχνης που τον έχει γοητεύσει. Με τη μνημειακή τέχνη είναι μάλλον διαφορετικά. Εκείνη, ως δημόσια και συμβολική, θεωρεί, ίσως αφελώς, την ανάγνωσή της και την αναγνώρισή της δεδομένη. Η απήχηση και η επιτυχία του μνημείου στον «Αγνωστο» προέρχεται από μια ιστορία σύνθεσης, για ένα παρελθόν διχαστικό που έγινε «με τα χρόνια». Αυτή η ηθική σύνθεση του μνημείου προσφέρει σιωπηρή ασφάλεια σε όποιον το δει ή το αισθανθεί.

Αναγκαία, η απήχηση της μνημειακής τέχνης απαιτεί ηθικές συνθέσεις. Αλλιώς οι καλοπροαίρετοι και ικανοί ιστορικοί και οι εξαιρετικοί καλλιτέχνες τρέχουν και δεν προλαβαίνουν, είτε αναρωτώμενοι για τη μη απήχηση του μνημείου, είτε καταγγελλόμενοι και ίσως υβριζόμενοι από «αδικημένες» συσσωματώσεις και πλημμελώς «δικαιωμένες». Οπως όμως και να το κάνουμε, για την ορθή ή μνημειακή νοηματοδότηση του παρελθόντος μας δυστυχώς δεν αρκούν μόνο το ενδιαφέρον για την ιστορία μας και τα μνημεία μας. Απαιτείται και για αυτό μια πολιτεία που να σέβεται την πνευματική καλλιέργεια στο σήμερα και να αναζητάει χωρίς υπεραπλουστεύσεις την ηθική σύνθεση στο παρελθόν. Αν όχι, τότε στη ζυγαριά μπαίνει από τη μια ένα άχαρο παρόν και από την άλλη ένα παρελθόν «κοινό» μεν, αλλά καταπώς το κρίνει ο καθένας μας. Τότε, απούσης της ηθικής σύνθεσης, το παρελθόν καθίσταται βαυκαλισμός και όχι ιστορία.

*Ο κ. Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι ιστορικός, υπεύθυνος του Ιστορικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT