Oταν το φάρμακο γίνεται δηλητήριο

3' 24" χρόνος ανάγνωσης

Τον Ιούνιο του 2002, το ισπανικό κοινοβούλιο έθεσε εκτός νόμου την Μπατασούνα, έναν συνασπισμό αριστερών αυτονομιστικών κομμάτων της Χώρας των Βάσκων, κατηγορώντας το ότι χρηματοδοτούσε την τρομοκρατική ΕΤΑ. Ως απάντηση, η Μπατασούνα διένειμε τοπικά ψηφοδέλτια της απαγορευμένης του υποψηφιότητας και καλούσε τους ψηφοφόρους να τα χρησιμοποιήσουν. Αυτές οι ψήφοι καταμετρούνταν, φυσικά, ως άκυρες, αλλά αυτό δεν επηρέασε τους ψηφοφόρους του κόμματος. Πριν από την απαγόρευση, η Μπατασούνα έπαιρνε κατά μέσον όρο 20% της βασκικής ψήφου. Στις περιφερειακές εκλογές του 2003, η άκυρη ψήφος, που έως τότε κυμαινόταν γύρω στο 1%, ανέβηκε στο 16%, ενώ το 2007, εκεί όπου το κόμμα επέστρεψε σε νόμιμη λειτουργία, έπεσε πάλι στο μηδέν. Αντίθετα, στις περιοχές που ήταν ακόμη παράνομο συνέχισε να είναι σε υψηλά επίπεδα (17%).

Το φαινόμενο αυτό αναδεικνύει μια βασική πολιτική αλήθεια: η ψήφος δεν είναι μόνο εργαλειακή, αλλά και εκφραστική. Οι άνθρωποι δεν ψηφίζουν απλώς για να κερδίσει κάποιος, αλλά για να δηλώσουν ποιοι είναι. Και αυτό ίσως είναι το πρόβλημα με τις πολιτικές απαγορεύσεων: ακριβώς επειδή τα κόμματα δεν είναι προϊόντα σε ράφι σούπερ μάρκετ, η ζήτηση δεν προσαρμόζεται αυτόματα στην προσφορά.

Σίγουρα, δεν είναι όλες οι απαγορεύσεις αποτυχημένες. Η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα είδε τα ποσοστά της να μειώνονται μετά την καταδίκη του αρχηγού της. Από το 1945, πάνω από 50 κόμματα έχουν απαγορευτεί στην Ευρώπη και σε αρκετές περιπτώσεις η απαγόρευση λειτούργησε. Υπό μία έννοια, το ίδιο βλέπουμε και στην περίπτωση της Μπατασούνα: η άκυρη ψήφος δεν ξεπέρασε ποτέ την εκλογική απήχηση του κόμματος πριν από το 2003. Ωστόσο, όπως δείχνει και πάλι το παράδειγμα της Μπατασούνα, οι απαγορεύσεις δεν εξαφανίζουν απαραίτητα τις πολιτικές δυνάμεις που στοχεύουν – αντίθετα, μπορεί να τις μετεξελίξουν. Σήμερα, η πολιτική κληρονομιά της Μπατασούνα ζει στο Bildu, που πλέον κυβερνά στη Χώρα των Βάσκων.

Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, είναι: πότε είναι αποτελεσματική η απαγόρευση και πότε δημιουργεί ανεπιθύμητα αποτελέσματα;

Οταν το κράτος στρέφεται νομικά εναντίον αντισυστημικών κομμάτων, τροφοδοτεί άθελά του τη ρητορική τους –τους δίνει το αφήγημα του διωκόμενου αγωνιστή, του αδικημένου που «πολεμά το κατεστημένο».

Αυτή η συζήτηση έχει βρεθεί ξανά στο προσκήνιο με τις επερχόμενες γαλλικές εκλογές. Εκεί, δεν έχουμε απαγόρευση κόμματος, αλλά δίωξη της αρχηγού του για κακοδιαχείριση κοινοτικών πόρων. Τυπικά, δεν είναι πολιτική δίωξη. Ωστόσο, η πολιτική διάσταση είναι προφανής: πολλοί τη βλέπουν ως απέλπιδα προσπάθεια να ανακοπεί η πορεία της προς την προεδρία. Οπως ήταν αναμενόμενο, η ίδια η Λεπέν και πολλοί υποστηρικτές της, τόσο στη Γαλλία όσο και εκτός αυτής, εξέλαβαν και παρουσίασαν τη δίωξη ως πολιτικά υποκινούμενη. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το δίλημμα. Οταν το κράτος στρέφεται νομικά εναντίον αντισυστημικών κομμάτων, τροφοδοτεί άθελά του τη ρητορική τους – τους δίνει το αφήγημα του διωκόμενου αγωνιστή, του αδικημένου αντισυστημικού που «πολεμά το κατεστημένο».

Δύο παράγοντες φαίνεται να καθορίζουν την αποτελεσματικότητα τέτοιων απαγορεύσεων. Πρώτον: πόσο καθοριστικό είναι το συγκεκριμένο πρόσωπο για την επιβίωση του ευρύτερου κινήματος και των πολιτικών που αυτό εκπροσωπεί; Είναι μάλλον απίθανο η συσσωρευμένη και καλλιεργημένη επί μακρόν «οργή κατά του συστήματος» στους Ρεπουμπλικανούς να εξαφανιζόταν ως διά μαγείας αν ο Τραμπ έπαυε να βρίσκεται στο πολιτικό προσκήνιο. Ωστόσο, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ο τραμπισμός θα ήταν εφικτός χωρίς τον Τραμπ, αν ένα εναλλακτικό πρόσωπο με τα ίδια χαρακτηριστικά θα εμφανιζόταν γρήγορα και μέχρι πού θα μπορούσε να φτάσει. Θα είχε την ίδια ικανότητα να αποδομήσει θεσμούς και να σχετικοποιήσει συνταγματικά δικαιώματα μέσα σε λίγες εβδομάδες; Δεύτερον, το πρόβλημα δεν είναι μόνο η ουσία της δίωξης, αλλά και το timing: αν τέτοιες αποφάσεις δεν λαμβάνονται εγκαίρως, τότε οι πολιτικές δυνάμεις που στοχεύουν έχουν ήδη εδραιωθεί, και η απαγόρευση μετατρέπεται σε μπούμερανγκ.

Αναπόφευκτα προκύπτει το ερώτημα: Aν η Λεπέν είναι τόσο επικίνδυνη για τη δημοκρατία, γιατί το κράτος δεν έδρασε νωρίτερα; Και αν δεν είναι, τότε γιατί να την πολεμήσει με νομικά μέσα και όχι με πολιτικά; Οταν η δημοκρατία καταφεύγει σε θεσμικά όπλα για να εξουδετερώσει τους αντιπάλους της, το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν εκείνοι είναι αρκετά αδύναμοι για να τους νικήσει. Είναι αν εκείνη είναι αρκετά δυνατή για να μη χρειαστεί να το κάνει.

*O κ. Ηλίας Ντίνας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και κάτοχος της ελβετικής έδρας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT