Η Ελλάδα ήταν η τελευταία χώρα της Ευρώπης που αναγνώρισε επισήμως το Ισραήλ το 1990, αφού πρώτα είχε αναπτύξει διπλωματικές σχέσεις με την PLO του Αραφάτ το 1981.
Μετά την πτώση του Σάχη στο Ιράν το 1979, για τον αμερικανικό παράγοντα το τρίγωνο Ισραήλ, Τουρκίας και Αιγύπτου κατοχύρωνε μια λειτουργικότητα έναντι του αραβικού εθνικισμού, του Ιράν και άλλων περιφερειακών κινδύνων. Μετά όμως το 2009, αρχικά διερράγησαν οι σχέσεις Ισραήλ – Τουρκίας και μετά την ανατροπή των Αδελφών Μουσουλμάνων και οι σχέσεις Αιγύπτου – Τουρκίας. Σ’ αυτό το νέο περιφερειακό σκηνικό, η Ελλάδα, από το 2010, είδε το παράθυρο ευκαιρίας για την ανάπτυξη των σχέσεων με το Ισραήλ και την περαιτέρω εδραίωση των αντίστοιχων με την Αίγυπτο. Οχι με πρόθεση δημιουργίας ενός αντιτουρκικού άξονα, άλλωστε η Αγκυρα είναι σημαντική και για τις δύο αυτές χώρες, αλλά προκειμένου να προωθηθούν συνεργατικά σχήματα σταθεροποίησης των συνθηκών, με έμφαση στην οικονομία, στο εμπόριο και στην ενέργεια. Προϊόντος του χρόνου οι σχέσεις Ελλάδας – Ισραήλ απέκτησαν μια επιπρόσθετη διάσταση στον τομέα της άμυνας, παρότι μέχρι πρότινος οι Ισραηλινοί ήταν ιδιαίτερα διστακτικοί στην ανταλλαγή τεχνογνωσίας, ακόμη και κατά τη διάρκεια διεξαγωγής κοινών στρατιωτικών ασκήσεων, ενώ υπάρχει ελληνικό ενδιαφέρον και για την έρευνα και την καινοτομία, όπου αρκετές ισραηλινές εταιρείες έχουν την πρωτοκαθεδρία παγκοσμίως. Πλέον, η Αθήνα σχεδιάζει την προμήθεια αντιαεροπορικών συστημάτων από το Τελ Αβίβ και εμπεδώνεται η εμπιστοσύνη στην παροχή χρήσιμων πληροφοριών ανάμεσα στις υπηρεσίες.
Επίσης, στη σκιά των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή, πολλοί Ισραηλινοί θεωρούν την Ελλάδα τον πιο ελκυστικό και από τους πιο ασφαλείς προορισμούς, ενώ έχουν αυξηθεί σημαντικά και οι επενδύσεις, κυρίως στο real estate και λιγότερο στον τουρισμό. Στόχος της ελληνικής πλευράς είναι οι δεσμοί μας με το Ισραήλ να αποδειχθούν ανθεκτικοί και να μην επηρεαστούν, αν κάποια στιγμή στο μέλλον –μάλλον απώτερο και όχι κοντινό– αποκατασταθούν οι σχέσεις Ισραήλ – Τουρκίας. Κακά τα ψέματα, μια αντανάκλαση θα υπάρξει, το ζητούμενο είναι να μην προκύψουν ανατροπές. Σημειώνεται ότι πριν από την τρομοκρατική ενέργεια της Χαμάς, Νετανιάχου και Ερντογάν, κατόπιν και αμερικανικών παροτρύνσεων (δεν αποκλείεται να επαναληφθούν από τον Τραμπ), έβαλαν πολύ νερό στο κρασί τους και συναντήθηκαν στη Νέα Υόρκη, ενώ είχε προηγηθεί η αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στα δέκα χρόνια λειψυδρίας στις διμερείς σχέσεις, το εμπόριο ανάμεσά τους εμφάνιζε σταθερά ανοδικές τάσεις, ενώ σε ιδιωτικό επίπεδο σχεδιάζονταν ακόμη και αγωγοί που θα συνέδεαν τα ισραηλινά κοιτάσματα με την τουρκική αγορά, αλλά και η μεταφορά ισραηλινού αερίου μέσω Τουρκίας.
Μετά την 7η Οκτωβρίου 2023 και μέχρι την ορκωμοσία Τραμπ, ο Ερντογάν καταφερόταν σχεδόν σε καθημερινή βάση με σκληρούς χαρακτηρισμούς εναντίον του Ισραήλ και κυρίως του Νετανιάχου. Ετσι, γινόταν ιδιαίτερα αγαπητός στις αραβικές πλατείες και προσέγγιζε τους ισλαμιστές στη χώρα του, τις ψήφους των οποίων στερήθηκε στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές, χάνοντας πανηγυρικά. Επομένως, η βολική δαιμονοποίηση του Ισραήλ έχει έντονη την εσωτερική διάσταση, όπως και της απεύθυνσης στο αραβικό στοιχείο. Μετά την έλευση Τραμπ, ο Ερντογάν χαμήλωσε τους τόνους και περιόρισε τις λεκτικές επιθέσεις εις βάρος του Ισραήλ, θέλοντας να αποφύγει να μπει στα ραντάρ του Αμερικανού προέδρου ως αντισημίτης. Τις προηγούμενες ημέρες, ωστόσο, έβαλε εκ νέου στο στόχαστρο το Ισραήλ και για πρώτη φορά η ρητορική του περί καταστροφής του προσιδίαζε με την αντίστοιχη του Ιράν και των πληρεξουσίων του. Είναι βέβαιο ότι αυτό έχει καταγραφεί στη συνείδηση των Ισραηλινών, γεγονός που αναβαθμίζει ποιοτικά την αντιπαράθεση και αποτελεί σημείο καμπής. Πλέον, η Αγκυρα θεάται ως η επόμενη Τεχεράνη, δηλαδή μία σχεδόν υπαρξιακής φύσεως απειλή για το Τελ Αβίβ (θέλει άλλωστε να καλύψει μέρος του περιφερειακού κενού που άφησε η δραματική υποχώρηση του Ιράν) και από εδώ και πέρα θα αντιμετωπίζεται ανάλογα. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εικόνα της στις Ηνωμένες Πολιτείες και όπου το αμερικανοεβραϊκό λόμπι έχει προσβάσεις. Οι τελευταίες εξελίξεις, με τις ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές και την καταστροφή στρατιωτικών βάσεων στη Συρία, στις οποίες θα μπορούσε να αναπτύξει συστήματα και δυνάμεις η Τουρκία, είναι αποκαλυπτικές της ανησυχίας για τυχόν μετεξέλιξη της Τουρκίας σε διαπεριφερειακή δύναμη, που θα γειτνιάζει με το Ισραήλ… μέσω Δαμασκού.
Η Ελλάδα δεν πρέπει να ταυτιστεί με το Ισραήλ, ειδικότερα με την τωρινή του ηγεσία, η οποία διαπνέεται από ακραίες αντιλήψεις τόσο για την τύχη των Παλαιστινίων όσο και της ευρύτερης περιοχής. Επενδύουμε στις σχέσεις μας με την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία, οι οποίες είναι ενοχλημένες από την πολιτική του Ισραήλ, εκτιμώντας ότι επιχειρεί να τις εγκλωβίσει και σε κάποιον βαθμό θεωρούν τον Νετανιάχου, αν όχι απειλή, πάντως εμπόδιο για την ειρήνη. Είναι εξίσου χρήσιμο να εντατικοποιήσουμε τις επαφές μας με τις αραβικές ηγεσίες, να αναλάβουμε πρωτοβουλίες περιφερειακού χαρακτήρα, επί παραδείγματι για την προστασία των θρησκευτικών μειονοτήτων, τον διάλογο των θρησκευτικών δογμάτων αλλά και την ενέργεια, ώστε να βρισκόμαστε σταθερά στο κάδρο όσων συγκαθορίζουν τις εξελίξεις. Είναι επίσης σημαντικό να διοργανώνουμε άτυπες συναντήσεις στην Αθήνα, προκειμένου αφενός να φέρνουμε πιο κοντά οντότητες που βρίσκονται σε αντιπαράθεση και αφετέρου να αποκτούμε καλύτερη γνώση των δυναμικών της περιοχής. Προωθούμε και εξαργυρώνουμε τη συμβολή μας στο δίπολο «ειρήνη και business», που είναι εξάλλου το μότο και της αμερικανικής ηγεσίας.
*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

