Πριν από μερικές δεκαετίες, όταν ξεκινούσα αυτή τη δουλειά, ένας τότε πολύπειρος συνάδελφός μου και εν συνεχεία φίλος μου με ρώτησε εάν έχω μεγάλο στομάχι. Στη συνέχεια της συζήτησης μου συνέστησε πως αν νιώσω πίεση, να εγκαταλείψω νωρίς για να ζήσω κανονικά, γιατί «δεν αντέχουν όλοι το στρες και ενίοτε τη βαρβαρότητα» του επαγγέλματος. Τότε δεν συμμερίστηκα τους φόβους του και θεώρησα υπερβολικές τις προτροπές του. Με τα χρόνια κατάλαβα πως είχε δίκιο στα περισσότερα και οι υποδείξεις του αποδείχθηκαν περίτρανα στα χρόνια που ακολούθησαν. Βεβαίως, η επιλογή και η παραμονή σε αυτό το επάγγελμα δεν είναι υποχρεωτική και ως εκ τούτου δεν μας φταίει κανείς για ό,τι μας συμβαίνει. Συχνά όμως, πέρα από τις αντιξοότητες της φύσης του επαγγέλματος που λογικά συνυπάρχουν με τις χαρές και την ικανοποίηση, αντιμετωπίζει κανείς και την «ελαφρότητα» εντεταλμένων οργάνων του κλάδου. Εν προκειμένω θύμα αυτής της ακατανόητης ταλαιπωρίας έπεσε η Σοφία Γιαννακά γιατί έγραψε τη γνώμη της για ένα θέμα της επικαιρότητας, χωρίς να προσβάλει κανέναν και με σωστά ελληνικά. Το εκλεγμένο Πειθαρχικό της Ενωσης Συντακτών ως μη ώφειλε εγκάλεσε τη δημοσιογράφο διότι κατά την άποψή του πρέπει με τα γραπτά της να εκφράζει «…τη γενική κοινωνική απαίτηση για δικαιοσύνη, καθώς και τον αγώνα μιας μάνας για δικαίωση και τιμωρία των ενόχων…». Ανήκουστη προσέγγιση και παράλογη απαίτηση που μόνον σε ασχετοσύνη μπορεί να αποδοθεί. Από πότε οι δημοσιογράφοι απονέμουν δικαιοσύνη και ποιοι γνωρίζουν και εκφράζουν τη λεγόμενη «κοινωνική απαίτηση»; Ποιος κανόνας το ορίζει και ποιο όργανο αποφασίζει να εφαρμόσει ποινολόγιο για το αυτονόητο δικαίωμα ενός δημοσιογράφου να εκφράζει τη γνώμη του χωρίς τον φόβο ή την απειλή πειθαρχικών διώξεων; Αποτελεί ντροπή για τον κλάδο η έμμεση σύσταση προς τους συναδέλφους γενικώς να αυτολογοκρίνονται για να συμβαδίζουν με κάτι απροσδιόριστο που το Πειθαρχικό όρισε ως απαίτηση της κοινωνίας. Αν αυτό το τολμούσε κάποιος άλλος σε βάρος του κλάδου, θα είχαν ξεσηκωθεί και οι πέτρες, αλλά επειδή την… ανορθογραφία διέπραξε το Πειθαρχικό, υπήρξε –αρχικώς…– σιωπητήριο από τα επίσημα όργανα του κλάδου εκτός της Ενωσης Ιδιοκτητών.
Αν ο κλάδος βάζει παγίδες στον «εαυτό» του, τότε ποιος άραγε θα προστατεύσει την πολυφωνία και την ελευθερία του Τύπου σε κάθε εκδοχή τους;
Ασφαλώς υπήρξαν και δεκάδες παρεμβάσεις συναδέλφων που υπερασπίστηκαν όχι τη Σοφία Γιαννακά, αλλά το προφανές δικαίωμά της να διατυπώνει ελεύθερα τη γνώμη της. Αν ο κλάδος βάζει παγίδες στον «εαυτό» του, τότε ποιος άραγε θα προστατεύσει την πολυφωνία και την ελευθερία του Τύπου σε κάθε εκδοχή τους; Με όλα αυτά είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να καλλιεργηθεί εκ των έσω η αμφιβολία και η διαβολή για ένα επάγγελμα που δέχεται ομαδικά πυρά και δεν περνά την καλύτερη περίοδο της ιστορίας του. Ηταν υποχρέωση της ΕΣΗΕΑ να αποδοκιμάσει «εξαρχής» τα φαινόμενα ανθρωποφαγίας και υποτίμησης του επαγγέλματος και να βάλει στη θέση τους τούς χωροφύλακες της ενημέρωσης. Αλλά με καθυστέρηση και μετά τον σάλο που προκλήθηκε, με ανακοίνωση «απολογήθηκε» ότι η πειθαρχική παρέμβαση οφειλόταν σε καταγγελίες και διαμαρτυρίες πολιτών, κάτι που (βεβαίως…) δεν προδικάζει καταδικαστική απόφαση…

