Αποτελεί πλέον μια σχεδόν δεδομένη κατάσταση η αναφώνηση συνθημάτων, όχι απλώς εμψυχωτικού χαρακτήρα, από τα στρατιωτικά τμήματα που παρελαύνουν τις ημέρες των εθνικών εορτών, αλλά συνθημάτων εριστικών έως και προσβλητικών για γειτονικές και σε αντιπαλότητα με εμάς χώρες.
Από την ευρεία κοινή γνώμη τα συνθήματα κρίνονται θετικά είτε λόγω της συγκίνησης που προκαλούν στο κοινό της παρέλασης είτε λόγω του υποτιθέμενου υψηλού πατριωτικού φόρτου που εμπεριέχουν, αντιμετωπιζόμενα σαν πολεμικές κραυγές, εν ειρήνη, πολλά υποσχόμενες θεωρητικά σε μια πολεμική εμπλοκή.
Ωστόσο, δεν είναι μόνον η διπλωματική δυσκολία που δημιουργούν τα συνθήματα. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι οι κραυγές και οι βρισιές έφτασαν να θεωρούνται η καλύτερη στιγμή της ηθικής και πατριωτικής προπαρασκευής των ενστόλων μας.
Εδώ και κάποια χρόνια οι παρατάξεις και οι παρελάσεις στρατιωτικών τμημάτων έχουν αποκτήσει φωνή.
Είτε με την κραυγάζουσα συχνά απαγγελία του εθνικού μας ύμνου είτε με τα συνθήματα είτε με βρισιές, η παιδευτική δημόσια απόλυτη και τελετουργική σιωπή, που χαρακτήριζε τη δημόσια παρουσία των ενόπλων τμημάτων, καταργήθηκε.
Πολύπαθες πολιτικά οι Ενοπλες Δυνάμεις μας, τους στερήθηκε ιστορικά από τον πολιτικό χώρο ο γνήσιος επαγγελματισμός.
Τους αποδόθηκε ο πολιτικός ρόλος και η δίωξη του εσωτερικού εχθρού και ειδικώς εκείνες της ξηράς το αποδέχθηκαν και υπερθεμάτισαν με βαρβαρότητα, έως την καταστροφή της Κύπρου.
Εκτοτε, με έναν πραγματικά απειλητικό εξωτερικό εχθρό απέναντί μας, συγκροτούμε Ενοπλες Δυνάμεις με βαρύτατες οικονομικές δαπάνες για να σχεδιάσουμε την άμυνά μας και τελικώς σήμερα ίσως και την ύπαρξή μας.
Οι βρισιές δεν εξοπλίζουν ηθικά τους ενστόλους για τις στιγμές υψίστης κρίσης κατά τον χειρισμό συσκευών υψηλότατης τεχνολογίας, όπως στις νέες φρεγάτες του Πολεμικού Ναυτικού.
Παρά την ουσιαστική μας επίδοση στην απαιτητική νέα τεχνολογία, μένει δυστυχώς αδούλευτο από τον επαγγελματισμό των ενστόλων το κομμάτι της ηθικής συγκρότησης, του είδους του πατριωτισμού που χρειάζεται να τους διαπνέει.
Δεν πρόκειται για πολυτέλεια, αλλά για τη βασικότερη διάσταση συμμετοχής στη διεκδίκηση του δικαίου της ύπαρξής μας ως κράτος και ως έθνος. Αυτή η διεκδίκηση δεν γίνεται να επαφίεται σε οπαδική ποδοσφαιρική λογική πατριωτισμού με βρισιές.
Η κρίση που μας έπληξε και που δεν λέει να ολοκληρωθεί σε ηθικό επίπεδο, έχει δημιουργήσει σημαντικές ανάγκες εύκολης παρηγοριάς. Σ’ αυτές τις ανάγκες ταιριάζουν οι αγριοφωνάρες και οι βρισιές, που τελικά διασκεδάζουν τον φόβο του αγνώστου.
Οι βρισιές δεν εξοπλίζουν ηθικά τους ενστόλους για τις στιγμές υψίστης κρίσης κατά τον χειρισμό συσκευών υψηλότατης τεχνολογίας, όπως στις νέες φρεγάτες του Πολεμικού Ναυτικού.
Απομακρυσμένος πλέον από τις επιλογές των ελληνικών ελίτ ο ελληνικός στρατός, όπως και η πολιτική σκηνή, χειμάζεται αδίκως σε μια συνθήκη που δεν επιτρέπει την εφαρμογή της νεωτερικότητας που θα εξυπηρετούσε έναν νέο απαιτητικό σχεδιασμό της ηθικής πατριωτικής προετοιμασίας. Η όποια προετοιμασία δείχνει να έχει αφεθεί σε φωνακλάδικη διεκδίκηση ανατροπής διπλωματικών «ηττών», όπως το Μακεδονικό, ή ανατροπής της πολεμικής ήττας που υπέστησαν με ευθύνη της ελληνικής στρατιωτικής χούντας τα ελληνικά όπλα την Κύπρο. Τα συνθήματα για τα δύο αυτά, μαζί με τις βρισιές, αποτελούν βαυκαλισμούς, παλιούς και στείρους, λες και ο πατριωτισμός πείθει μόνον με βρισιές και ρητορικές διεκδικήσεις.
Οπως και να ‘ναι, ο στρατιωτικός ηγήτορας χρειάζεται να πείσει το τμήμα του, ακόμη και για να σκοτωθεί αν χρειαστεί. Αχαρη δουλειά, που κρίνεται μόνο και μόνο από το παράδειγμα που θα δώσει ο ηγήτορας και από την πίστη που του έχει η ομάδα του. Αυτή είναι μια άυλη σχέση, σιωπηλή και ίσως τραγική. Αυτό είναι η μάχη.
Ας σκεφτούμε μια στιγμή σιωπηρής πατριωτικής ηθικής σε αντιπαράθεση με τις βρισιές. Είκοσι εννέα χρόνια πριν, την απελπιστική εθνικά βραδιά των Ιμίων. Μεταξύ των άλλων πλοίων μας, το αντιτορπιλικό «Θεμιστοκλής», οπλισμένο με δεκάδες καταστροφικούς πυραύλους και με τριακόσια πενήντα νέα παιδιά πλήρωμα. Η ατμόσφαιρα στη σκοτεινή γέφυρα του ελληνικού πλοίου, κατανυκτικά τραγική. Ατέλειωτες οι ώρες επιτήρησης των βραχονησίδων σε αναμονή εχθρικής ενέργειας. Ο κυβερνήτης, τότε αντιπλοίαρχος Λάμπρος Σοφράς, χωρίς σαφείς κανόνες εμπλοκής από την ηγεσία, αναζητεί με δική του ατομική ευθύνη το τι θα επιλέξει: να τιμήσει την Ελλάδα σίγουρα, αλλά να μην τη βάλει σε πόλεμο λόγω παρόρμησης ή παρεξήγησης. Ανέλαβε τη βαρύτατη ευθύνη χωρίς συνθήματα, χωρίς βρισιές. Βασίστηκε στον πατριωτισμό του, συνυφασμένο με τον επαγγελματισμό τού ευφυούς ξίφους.
*Ο κ. Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι ιστορικός, υπεύθυνος του Ιστορικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη.

