Γιατί όταν ο κόσμος αλλάζει εμείς κοιτάμε αλλού;

Γιατί όταν ο κόσμος αλλάζει εμείς κοιτάμε αλλού;

4' 24" χρόνος ανάγνωσης

Λέγεται συχνά τελευταία πως οι μεγάλες ιστορικές αλλαγές «μας προσπερνούν». Η Ελλάδα, αενάως ομφαλοσκοπούσα, δεν κατορθώνει να συγχρονιστεί με τα διεθνή γεγονότα που καθορίζουν το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Πρόσφατα, ο Στάθης Καλύβας μας υπενθύμισε πως όταν έπεφτε το Τείχος του Βερολίνου το 1989, η Ελλάδα παρέμενε βυθισμένη στις εσωτερικές της εντάσεις, ανίκανη να νιώσει αυτή τη συγκλονιστική παγκόσμια μεταμόρφωση. Ηταν όντως μια εποχή που τα τρομερά εσωτερικά γεγονότα αυτού που συνοπτικά ονομάστηκε «βρώμικο ’89» μονοπωλούσαν τα νέα και το συλλογικό φαντασιακό, αδιαφορώντας για την επικείμενη πτώση του «υπαρκτού». Αξίζει όμως να αναρωτηθούμε γιατί ενώ βλέπαμε το τρένο με το υποτιθέμενο «τέλος της Ιστορίας» να περνά, κοιτάξαμε προς την άλλη πλευρά.

Σίγουρα δεν ήταν η πρώτη, ούτε ή πιο τραυματική στιγμή εθνικής εσωστρέφειας: ενώ η μεταπολεμική ανοικοδόμηση της Ευρώπης είχε ξεκινήσει δυναμικά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ελλάδα το σχέδιο Μάρσαλ συνοδευόταν από βόμβες ναπάλμ εν μέσω ενός καταστροφικού εμφυλίου πολέμου. Είκοσι χρόνια μετά, όταν γινόταν η διεθνής φοιτητική έκρηξη του ’68, η χώρα βρισκόταν στον γύψο και παρακολουθούσε εορτές πολεμικής αρετής στο Καλλιμάρμαρο. Τα παραδείγματα του παράλληλου χρόνου είναι πολλά. Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε το αφήγημα της «εθνικής ιδιαιτερότητας» και της διαχρονικής «παρεξήγησης» από τη διεθνή κοινότητα. Εμβληματική περίπτωση το ζήτημα της ονομασίας της Βόρειας Μακεδονίας μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Αντί να αξιοποιηθεί ως αφετηρία για έναν ουσιαστικό διάλογο σχετικά με τη θέση της Ελλάδας στη Βαλκανική και για την περιφερειακή σταθερότητα, το «Μακεδονικό» από το 1991 και έπειτα λειτούργησε ως καταλύτης εσωστρέφειας και πόλωσης.

Ακόμη και όταν οι παγκόσμιες εξελίξεις ήταν τόσο συγκλονιστικές που δεν άφηναν αδιάφορη την ελληνική δημόσια ζωή – και πάλι προσλαμβάνονταν συχνά με «λοξό» τρόπο. Για παράδειγμα, οι επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους την 11η Σεπτεμβρίου έγιναν δεκτές στην Ελλάδα με αποστασιοποίηση. Κυριάρχησαν αντι-ιμπεριαλιστικές ή συνωμοσιολογικές αναγνώσεις, χωρίς να ανοίξει ουσιαστικός διάλογος για το πώς αλλάζει ο κόσμος και πού τοποθετείται η χώρα μέσα σε αυτόν. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 με την κατάρρευση της Lehman Brothers ερμηνεύτηκε στην Ελλάδα ως «εισαγόμενο πρόβλημα». Μόνο όταν χτύπησε η ελληνική κρίση χρέους το 2010 επήλθε «επανασύνδεση» με τη διεθνή πραγματικότητα – και πάλι όμως μέσα από ένα φίλτρο εθνικής θυματοποίησης. Αργότερα, παρότι η Ελλάδα καταδίκασε τη ρωσική εισβολή και στήριξε την Ουκρανία, η δημόσια σφαίρα ασχολήθηκε πολύ περιορισμένα με τις επιπτώσεις στη δημοκρατία, την ενεργειακή πολιτική, την ευρωπαϊκή συνοχή, και τις ανακατατάξεις στην έννοια της «ασφάλειας». Φτάνοντας στο πλέον πρόσφατο και «καυτό» παράδειγμα, ενώ η δεύτερη προεδρία Τραμπ ταρακουνά συθέμελα τις παγκόσμιες ισορροπίες, και ενώ η διεθνής συζήτηση για τη Δύση λαμβάνει υπαρξιακές διαστάσεις, στο μικρό μας χωριό τα Τέμπη μοιάζουν να την επισκιάζουν, δύο ολόκληρα χρόνια μετά το δυστύχημα.

Γιατί η Ελλάδα λειτουργεί σαν να είναι ξεκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο; Θα ήταν προβληματικό να το απαντήσουμε αποκλειστικά και μόνο φορώντας τα γυαλιά του (αυτο)εξωτισμού. Μήπως τελικά όλη αυτή η καθυστέρηση κρύβει και μια τάση «μετάφρασης» των διεθνών γεγονότων με όρους εσωτερικών διλημμάτων; Μια ικανότητα αναπλαισίωσης και ενός ενστικτώδους μηχανισμού επιβίωσης που επιτρέπει στην κοινωνία να χωνεύει τους παγκόσμιους κραδασμούς μέσα από το οικείο; Το να αναπροσαρμόζεις τα μεγάλα, συχνά αφηρημένα, διεθνή γεγονότα στο δικό σου συλλογικό αφήγημα μπορεί να αποβαίνει σωτήριο, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται επικίνδυνες ερμηνευτικές παραμορφώσεις ή χρονικές υστερήσεις.

Η καθυστέρηση πρόσληψης των ιστορικών μετατοπίσεων συμβαδίζει, παραδόξως, με μια υπόγεια ικανότητα της χώρας να συμπυκνώνει, να καθρεφτίζει ή και να προοιωνίζεται τις κρίσεις, τις δυνατότητες και τα διλήμματα της ευρωπαϊκής πορείας.

Υπάρχει βέβαια και η άλλη όψη της ιστορίας που είναι εξίσου ενδιαφέρουσα. Η σχεδόν δομική καθυστέρηση πρόσληψης των ιστορικών μετατοπίσεων συμβαδίζει, παραδόξως, με μια υπόγεια ικανότητα της χώρας να συμπυκνώνει, να καθρεφτίζει ή και να προοιωνίζεται τις κρίσεις, τις δυνατότητες και τα διλήμματα της ευρωπαϊκής πορείας. Oπως έγραψε παλαιότερα ο Bρετανός ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ, η Ελλάδα υπήρξε ουκ ολίγες φορές πρωτοπόρος εξελίξεων: από την Επανάσταση του 1821, η οποία προανήγγειλε την εθνική αφύπνιση της Ευρώπης, μέχρι την αντίσταση στους ναζί και ώς την πτώση της χούντας, που σηματοδότησε την απαρχή του τρίτου κύματος εκδημοκρατισμού στην Ιβηρική και στη Λατινική Αμερική αργότερα – έστω και αν αυτό δεν ήταν πάντοτε ευδιάκριτο. Πιο πρόσφατο παράδειγμα η ελληνική κρίση, που ανέδειξε τις αδυναμίες του ευρωπαϊκού σχεδίου, αλλά και την προοπτική μιας μετα-δημοκρατικής διακυβέρνησης.

Τι είμαστε, λοιπόν, ουραγοί ή κρυφοί πρωτοπόροι; Αδιάφοροι για τις εξελίξεις ή δυνάμενοι να απορροφούμε διεθνείς κραδασμούς μέσα από εσωτερικές διεργασίες, φαινομενικά αναντίστοιχες του διεθνούς πλαισίου; Ισως οι δύο αφηγήσεις να μην είναι απαραίτητα αντιφατικές. Αντί να συγκρίνουμε εαυτούς με την ταχύτητα του ρασιοναλιστικού βορειοευρωπαϊκού «immediate response», που πιθανότατα να μην αποκτήσουμε ποτέ, μήπως να εναγκαλιστούμε τις χρονικές ασυμμετρίες, με απόλυτη όμως συναίσθηση των διεθνών συνθηκών και συγκρούσεων και των χρόνων που χρειάζονται για να μεταβολιστούν; Αλλωστε η Ιστορία δεν τελείωσε τελικά μετά το ’89…

Σήμερα, στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης και της πράσινης μετάβασης, των τεκτονικών γεωπολιτικών αλλαγών και ανακατατάξεων σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, καλούμαστε να δούμε τίνι τρόπω οι τοπικές ευαισθησίες και τα τραύματα, οι μνήμες και τα εσωτερικά μας υπαρξιακά ερωτήματα μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά ως προς την κατανόηση αυτού του κόσμου που αλλάζει. Εφτασε η ώρα να ξεφύγουμε τόσο από το σύμπλεγμα κατωτερότητας, όσο και από την αυταρέσκεια της εξαίρεσης, πηδώντας μέσα στο τρένο που φεύγει.

*Ο κ. Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, σύμβουλος της ισπανικής κυβέρνησης σε θέματα ιστορικής μνήμης.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT