Εάν ο πολιτισμός μας επιβιώσει και υπάρξουν ιστορικοί στο μέλλον, θα μπορούσαν να αναλύσουν το λεγόμενο Signalgate σκάνδαλο ως μικρογραφία της εποχής που άρχισε με τη δεύτερη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ. Η χρήση εμπορικής πλατφόρμας επικοινωνίας από κορυφαία στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης –μεταξύ αυτών ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς, ο υπουργός Αμυνας Τζον Χέγκσεθ και ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Μάικ Γουόλτς– για συζήτηση περί εξελισσόμενης στρατιωτικής επιχείρησης, αποκαλύπτει από μόνη της πώς λειτουργεί το επιτελείο του Τραμπ. Το γεγονός ότι δημοσιογράφος εκλήθη –κατά λάθος– να συμμετάσχει αναδεικνύει την προχειρότητα, την απροσεξία των συμμετεχόντων. Οσα ακολουθούν την αποκάλυψη αυτής της ιστορίας ενισχύουν ακόμη περισσότερο τους φόβους ότι ανίκανοι άνθρωποι χειρίζονται τεράστια ισχύ και εξουσία με επικίνδυνη αλαζονεία, με μοναδικά κριτήρια την ικανοποίηση του αρχηγού και τη δική τους επιβίωση. Εάν αυτοί συμπεριφέρονται έτσι σε υπόθεση εθνικής ασφαλείας, επιβεβαιώνονται οι υποψίες για τη συμπεριφορά του επιτελείου Τραμπ στην εξωτερική πολιτική, στην Παιδεία, στην Υγεία και στην έρευνα, στην ξέφρενη πολιτική περικοπών πόρων, στην υπονόμευση της Δικαιοσύνης και του Τύπου, στη διάλυση του κράτους, στην αδιαφορία για την κοινωνική συνοχή.
Ανίκανοι άνθρωποι χειρίζονται τεράστια ισχύ και εξουσία με επικίνδυνη αλαζονεία, με μοναδικά κριτήρια την ικανοποίηση του αρχηγού και τη δική τους επιβίωση.
Στο σύστημα Signal τα μηνύματα είναι κρυπτογραφημένα. Ομως, δεν υπάρχει καμία εγγύηση πως υπηρεσίες ξένης χώρας δεν έχουν αποκτήσει πρόσβαση, μέσω ειδικού λογισμικού, στα προσωπικά τηλέφωνα των συμμετεχόντων. Επίσης, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο «ανθρώπινου σφάλματος», όπως το να κληθεί λάθος άνθρωπος στη συζήτηση. Το περιεχόμενο της συγκεκριμένης συζήτησης αφορούσε πολεμικές επιχειρήσεις που διεξάγονταν εναντίον των δυνάμεων Χούθι στην Υεμένη εκείνη την ώρα. Εάν εχθρική δύναμη παρακολουθούσε την κουβέντα, θα μπορούσε να προειδοποιήσει τους στόχους και να θέσει σε κίνδυνο τις αμερικανικές δυνάμεις. Το περιεχόμενο της συζήτησης δόθηκε στη δημοσιότητα σταδιακά, αφού η κυβέρνηση ισχυρίστηκε πως δεν συμπεριλάμβανε ευαίσθητες πληροφορίες. Μεταξύ όσων αποκαλύπτονται είναι ότι οι συμμετέχοντες νοιάζονται περισσότερο για το πώς οι οπαδοί της κυβέρνησης θα εκλάβουν την επιχείρηση, παρά τις ευρύτερες επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην περιοχή. Επίσης, αναφέρονται στους «Ευρωπαίους» με μεγάλη απαξίωση, λέγοντας πως «πάλι τους σώζουμε» και πως πρέπει να ζητηθούν ανταλλάγματα από την Ευρώπη και την Αίγυπτο. Με άλλα λόγια, κυριαρχεί η αγωνία να συμμορφώνονται με την κοσμοθεωρία του ηγέτη τους – ο οποίος ηγέτης φάνηκε να μη γνωρίζει πολλά για την υπόθεση, ούτε για το τι εστί Signal, όταν απέρριψε την αποκάλυψη της κουβέντας ως «ασήμαντο λαθάκι».
Η αντίδραση του προέδρου, των συμμετεχόντων, της υπουργού Δικαιοσύνης, της εκπροσώπου Τύπου κ.ά. ήταν στο πλαίσιο της τακτικής Τραμπ: δεν αποδέχονται κανένα λάθος, καταγγέλλουν άλλους για ό,τι συμβαίνει, επιτίθενται στον «αγγελιοφόρο», καλύπτουν ο ένας τον άλλον, διαμορφώνουν μια ψευδή πραγματικότητα, την οποία επιβάλλουν χωρίς αιδώ. Γνωρίζουν ότι διαχειρίζονται τεράστια δύναμη, όμως δεν τους ενδιαφέρει να δρουν με τη σοβαρότητα και υπευθυνότητα που τέτοια ισχύ απαιτεί. Δείχνουν ποιοι είναι, ποια η μεταξύ τους σχέση, ποια η σχέση τους με τον αρχηγό. Πάντως, η επιλογή της πλατφόρμας Signal μάλλον δεν ήταν τυχαία ή λάθος: εδώ μπορεί να σβηστεί το περιεχόμενο της συζήτησης, σε αντίθεση με το τι συμβαίνει σε επίσημα κανάλια επικοινωνίας. Ετσι, εάν δεν είχε εμπλακεί ο δημοσιογράφος Τζεφ Γκόλντμπεργκ, δεν θα υπήρχε καταγραφή αυτής της συζήτησης, ούτε, ασφαλώς, μελλοντική αποτίμηση του περιεχομένου της. Το ότι δικαστής έδωσε εντολή να μη σβηστεί το περιεχόμενο της συζήτησης σημαίνει μόνο πως οι άνθρωποι του Τραμπ θα εντείνουν τις επιθέσεις εναντίον του δικαστή και της Δικαιοσύνης γενικώς. Επειδή έτσι λειτουργούν. Αποδεδειγμένα.

