Αν κάνετε μια βόλτα στο Κολωνάκι, περπατάτε μέσα από αιώνες Ιστορίας. Το ίδιο συμβαίνει και στη Σταδίου, στους κεντρικούς δρόμους των Εξαρχείων κλπ. Δεν χρειάζεται να ψάξετε, όπως σε άλλες Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, να βρείτε ίχνη της Ιστορίας. Δεν θα βρείτε και πολλά. Δεν θα συναντήσετε χωρίς να το θέλετε σημάδια πως κάποτε, το 1821, το 1944, το 1840, το 1974 συνέβη κάτι κάπου. Δεν θα δείτε ονόματα που θα σάς κάνουν να σκεφτείτε ηθικά διλήμματα, μάχες και διεκδικήσεις του παρελθόντος, εκτός κι αν ξέρετε ήδη ή εάν μελετάτε σχετικά.
Η πόλη έχει αποφασίσει τι θέλει να «πουλήσει». Το κέντρο της Αθήνας είναι ζώνη απολαύσεων (εξού και το αλλόκοτο «καλή απόλαυση» όταν σού σερβίρουν υπερκοστολογημένη βάφλα με σμέουρα). Δεν είναι ζώνη γνώσης ή μνήμης. Η πόλη έχει αμνησία. Εξαίρεση: η περιοχή της Ακροπόλεως, ο λόφος της Πνύκας κλπ. Όλα οδηγούν τον επισκέπτη και τον κάτοικο της πόλης να σκέφτεται είτε την κλασική αρχαιότητα είτε την προσφορά χωριάτικη σαλάτα και άπερολ σπριτς. Μεταξύ 5ου αιώνα π.Χ. και 2025 μ.Χ. ησυχία.
Μνήμες που αφορούν τους πρόσφυγες, τη ζωηρή πολιτική ζωή της χώρας στον 20ο αιώνα, την κατοχή, την αντίσταση, το εβραϊκό στοιχείο, τη συγκρότηση του Ελληνικού κράτους, την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση κλπ. υπάρχουν σκόρπιες και στον ελάχιστο δυνατό βαθμό στον δημόσιο χώρο. Πράγματα που μπορεί κανείς να ψηλαφίσει στον ιστό άλλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών, εδώ δεν υπονοούνται καν. Δεν υπάρχει σήμανση, σημάδι, παραπομπή, ώστε να πάει το μυαλό του επισκέπτη της Αθήνας. Εξαιρέσεις, φυσικά, υπάρχουν, αλλά είναι εκδηλώσεις του ενδιαφέροντος επί μέρους κοινοτήτων, οργανωμένων θρησκειών, ιδρυμάτων ή οικογενειών που μπήκαν στον κόπο να άρουν τα θεσμικά αποσιωπητικά.
Στο κέντρο της πόλης μπορείς να φας τον λωτό και να ξεχάσεις. Αυτό εξάγει η Αθήνα. Μια αλλόκοτη, εντελώς αστήρικτη ανεμελιά, που επιβάλλεται κυρίως απ’ τον καιρό, την εγγύτητα στη θάλασσα και τη θεσμική αμνησία. Αν θέλει κανείς να δει το τώρα ή το μέλλον, όμως, πάει στο Τόκιο. Στην Αθήνα, τη Βαρσοβία, τη Ρώμη ταξιδεύεις, για να δεις το παρελθόν. Φυσικά η Ιστορία σού μαυρίζει την ψυχή. Σφαγές, συμπλοκές, διωγμοί, διχασμοί, αντιδικίες. Όμως, δεν ξέρω πότε ακριβώς συμφωνήσαμε πως οι ενήλικες της πόλης (τουρίστες, ντόπιοι, μετανάστες, ψηφιακοί νομάδες ό,τι θέλετε) πρέπει να νηπιοποιηθούν, να γίνουν μωρά που βγάζουν την πιστωτική και βαβαδίζουν μέχρι να τους δοθεί φαγητό, ρόφημα και νάνι.
Υποφωτισμένα, υπαινικτικά λόμπι του κέντρου σού υπόσχονται πως θα κοιμηθείς άνετα και το πρωί θα φας αυγό. Όλ’ αυτά είναι ωραία και όμορφα, αλλά πού μπορεί κανείς να ψηλαφίσει τη μνήμη; Να δει μια πινακίδα που να υπονοεί πως εδώ που κοιμάται, στο ταπεινό ή ακριβό ξενοδοχείο του, συνέβη κάτι σημαντικό; Δυσνόητα κτίρια υπαινίσσονται το παρελθόν τους ώσπου ντύνονται τον μπλε μανδύα της ανακαίνισης και τίθενται εκτός βλέμματος.
Η Αθήνα είναι τόσο πλούσια σε μνήμες που σε πιάνει το παράπονο. Η οδός Μέρλιν είναι χαρακτηριστική περίπτωση. Ακόμη κι αν περνάτε κάθε μέρα βάζω στοίχημα πως δεν σκέφτεστε τα Ες Ες. Τα γραφεία τους ήταν εκεί όπου τώρα στεγάζεται ένα κέντρο χαλάρωσης, περιποίησης και πώλησης καλλυντικών. Υπάρχει ένα μικρό μνημείο για τους ανθρώπους που βασανίστηκαν. Μπορείς να το προσπεράσεις πανεύκολα, για να τσεκάρεις τις προσφορές στις μάσκαρες. Πρέπει να το ξέρεις για να το δεις ή να πέσεις πάνω του. Κι ακόμη κι αν πέσεις πάνω του, το ίδιο το μνημείο είναι αφαιρετικό, καμία σχέση με τις στήλες μνήμης που έχουν πάνω πληροφορίες και παραπομπές σε διαδικτυακούς συνδέσμους όπως θα προσδοκούσε κανείς το 2025. Πολλά μουσεία και τόπους μνήμης για τον 20ο αιώνα δεν έχουμε. Πολλά διατηρητέα κτίρια, νεκροταφεία κλπ. με κατάλληλη σήμανση δεν έχουμε.
Τα γράφω όλ’ αυτά γιατί σε κάθε εθνική επέτειο ακούω, όπως όλοι μας, φανφάρες και κουράζομαι να βλέπω κατάθεση στεφάνων. Η στάση της Πολιτείας είναι κομπλεξική, πρόχειρη, τεμπέλικη και φθηνή σε ό,τι αφορά τη μνήμη. Εξού και η διπολική στάση των πολιτών προς τη χώρα: λατρεία/μίσος, αποθέωση/απέχθεια, «δεν είμαστε για τίποτα» ή «γεννήσαμε την τραγωδία». Πού είναι η νηφαλιότητα των ενδιάμεσων συναισθημάτων;

