Μπορεί η πολιτική ένταση των ημερών να επισκιάζει την ουσία της υπόθεσης για τον τρόπο παραπομπής μελών της κυβέρνησης στη Δικαιοσύνη, αλλά άνοιξε ένα μεγάλο παράθυρο που δύσκολα μπορεί να κλείσει στο μέλλον, και αυτό συνιστά πρόοδο ασχέτως της συγκυρίας. Ακόμη βεβαίως ισχύει πως για να παραπεμφθεί ή όχι ένας υπουργός στο δικαστικό συμβούλιο, αποφασίζει η πλειοψηφία και το συμβούλιο αποφαίνεται τελικώς αν θα πάει το εμπλεκόμενο πρόσωπο σε δίκη. Στην ουσία, λοιπόν, η εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία μπορεί να αποφασίζει με την ισχύ της αν θα στείλει κάποιον στον πολυθρύλητο φυσικό δικαστή ή αν θα τον προστατεύσει. Αυτό προφανώς υποκρύπτει μικροκομματική ιδιοτέλεια, καθώς αν πρόκειται για «δικό» της, η εκάστοτε πλειοψηφία θα κατηγορηθεί δικαίως ή αδίκως (δεν έχει σημασία) πως τον καλύπτει, ενώ προκειμένου περί αντιπάλου ότι του ασκεί πολιτική δίωξη. Εχει συμβεί πολλές φορές ένας τέτοιος ανελέητος πόλεμος μεταξύ των κομμάτων τα τελευταία 35 χρόνια. Συνεπώς πρέπει επιτέλους, μετά τόσες δεκαετίες συζήτησης, να ανοίξει ο δρόμος για την αλλαγή της συνταγματικής πρόβλεψης και του σχετικού νόμου.
Με την εξέλιξη της υπόθεσης του τέως υφυπουργού Χρήστου Τριαντόπουλου και την πρωτοβουλία του να ζητήσει την απευθείας παραπομπή του, ετέθη ο πήχυς και ουδείς εφεξής μπορεί να περάσει από κάτω. Ανεξαρτήτως του ποια σκοπιμότητα ή σκέψη υπαγόρευσε αυτή την κίνηση, σημασία έχει ότι δημιουργήθηκε ήδη ένα προηγούμενο που κανείς στο μέλλον δεν θα τολμήσει να αγνοήσει έως την αλλαγή του Συντάγματος, που δεν θεωρείται και δεδομένη.
Ο πολύπειρος καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος έχει ήδη εξηγήσει από καιρό με αρθρογραφία του στην «Καθημερινή» γιατί πρέπει να γίνει αυτό το βήμα και ουδείς μπορεί να του προσάψει φιλοκυβερνητικά αισθήματα. Μεταξύ πολλών άλλων ο κ. Αλιβιζάτος υποστηρίζει ευλόγως ότι οι εξεταστικές και προανακριτικές επιτροπές που έχουν κατά καιρούς ασχοληθεί με επίδικα θέματα δεν απέδωσαν καρπούς, ενώ επισημαίνει ορθώς πως αν δεν σεβόμαστε και τις αποφάσεις των δικαστών, τότε δεν πάμε πουθενά.
Ολα αυτά συνθέτουν το νέο σκηνικό για να πάψει επιτέλους η κατακραυγή εις βάρος του πολιτικού συστήματος ότι προστατεύει «εαυτόν» με υπερβολικές νομικές προβλέψεις. Ασφαλώς και η περίοδος δεν είναι ανύποπτη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι επειδή υπάρχει πολιτική τοξικότητα θα πρέπει να παραγνωρίσουμε το θετικό βήμα και να μη συζητηθεί η ουσία. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης συνεχίζουν σε ρητορική μίσους και αλληλοσπαραγμού αδιαφορώντας για την ουσία. Εντύπωση όμως προκαλεί κυρίως η στάση του ΠΑΣΟΚ, καθώς μοιάζει να παγιδεύτηκε στην αντιπολιτευτική του σκοπιμότητα και έχασε μια ακόμη ευκαιρία να δείξει ότι είναι σοβαρή πολιτική δύναμη με αυτοπεποίθηση και θεσμική σοβαρότητα. Οι δηλώσεις στελεχών και του προέδρου του, Νίκου Ανδρουλάκη, αντιφάσκουν σε διάστημα ολίγων ωρών και αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί θετικό σε αυτή τη δύσκολη περίοδο. Θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να στιγματίσουν την κυβερνητική πλειοψηφία για ελιγμό, αλλά να συμφωνήσουν με την ουσία της διαδικασίας που υπηρετεί έναν σοβαρό στόχο και ξεπερνάει τη συγκυρία. Αντί να σταθούν στα ουσιώδη, επιδόθηκαν σε ένα εσωκομματικό κλωτσοσκούφι κατώτερο των περιστάσεων για να υποστηρίξουν το καθεστώς του νόμου περί ευθύνης υπουργών αντί να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί.

