Το πόρισμα του Εθνικού Οργανισμού Διερεύνησης Αεροπορικών και Σιδηροδρομικών Ατυχημάτων και Ασφάλειας Μεταφορών (ΕΟΔΑΣΑΑΜ) για την υπόθεση των Τεμπών βοήθησε στον εμπλουτισμό της δημόσιας συζήτησης για την υπόθεση. Ηταν εμπεριστατωμένο και νηφάλιο. Και παρά τις αντιρρήσεις των εμπλεκόμενων πλευρών για επιμέρους σημεία του, το πόρισμα είχε μια πρόσθετη, θετική συνέπεια: έδειξε ποια θα ήταν η κατάλληλη λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών γενικά.
Θα ήταν μια λειτουργία λιγότερο φιλόδοξη από αυτήν που επικρατεί στην Ελλάδα σήμερα. Ανεξάρτητα από τις de jure αρμοδιότητές τους και την de jure ανεξαρτησία τους, σημαντικές Αρχές έχουν περιπέσει de facto στο καθεστώς ενός ακόμα παίκτη της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Οι εκθέσεις τους χρησιμοποιούνται ως υλικό για διαξιφισμούς στη Βουλή και πρωτοσέλιδα εφημερίδων. Η επιλογή ειδικά των επικεφαλής των πέντε συνταγματικά κατοχυρωμένων Αρχών από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, για την οποία απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία 3/5, είναι μια ακόμα ευκαιρία ελιγμών στο πεδίο του κομματικού ανταγωνισμού.
Η εκάστοτε κυβέρνηση θεωρεί ότι οι Αρχές υπεισέρχονται στη διαμόρφωση τομέων της δημόσιας πολιτικής για τους οποίους η ίδια, ως δημοκρατικά εκλεγμένη, νομιμοποιείται να αποφασίζει. Οι Αρχές, αντιθέτως, θεωρούν ότι συνιστούν αναχώματα ή αντίβαρα της δημοκρατίας. Αυτό το θεωρούν κυρίως οι διοικητικές, όχι οι ρυθμιστικές Αρχές που έχουν εποπτικό και παρεμβατικό ρόλο σε κάποιο τομέα της ιδιωτικής οικονομίας. Μπορεί και πρέπει οι Αρχές να είναι τέτοια αναχώματα, αλλά και τα αναχώματα έχουν όρια. Συμβαίνει μερικές από τις συνταγματικά κατοχυρωμένες Αρχές να ερμηνεύουν τον ρόλο τους με τέτοιο τρόπο ώστε να διεκδικούν αποφασιστικό για τις ίδιες χώρο τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τη δικαστική εξουσία. Φαίνεται έτσι ότι υπάρχει μια δομική, αναπόφευκτη, ένταση στην τριγωνική σχέση Ανεξάρτητων Αρχών – κυβέρνησης – δικαστικής εξουσίας.
Ωστόσο, η ένταση αυτή δεν είναι αναπόφευκτη. Κατά τη θεωρία του δημοσίου δικαίου οι Ανεξάρτητες Αρχές, παρότι είναι και πρέπει να είναι ανεξάρτητες από την κυβέρνηση και τη δημόσια διοίκηση, εντάσσονται στην εκτελεστική εξουσία, χωρίς να υπάγονται στη διοικητική ιεραρχία. Δεν υπάγονται σε ιεραρχικό διοικητικό έλεγχο ή σε διοικητική εποπτεία από κάποιο υπουργείο, αλλά υπάγονται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο (βλ. ετήσια έκθεσή τους προς τη Bουλή) και δικαστικό έλεγχο (για τις εκτελεστές διοικητικές πράξεις τους). Ως θεσμοί, οι Αρχές είναι ένα από τα σύγχρονα είδη φορέων της δημόσιας διοίκησης. Κατά τη νομολογία ευρωπαϊκών δικαστηρίων, οι Ανεξάρτητες Αρχές πρέπει να είναι ανεξάρτητες από οποιαδήποτε καθοδήγηση και ειδικά από οποιαδήποτε πολιτική επιρροή. Aρα να είναι ανεξάρτητες και από την επιρροή οικονομικών συμφερόντων, αν πρόκειται για ρυθμιστικές Αρχές (π.χ., στον τομέα της ενέργειας, των ΜΜΕ κ.λπ.), και από την επιρροή του κυβερνώντος και των αντιπολιτευόμενων κομμάτων. Για να ασκηθεί τέτοια πολιτική επιρροή απαιτούνται προφανώς δύο πόλοι, ο πόλος που θέλει να επηρεάσει και ο πόλος που αφήνεται ή υποκύπτει στον πειρασμό να επηρεαστεί. Oταν το θέλουν και οι δύο, το αποτέλεσμα είναι η πολιτικοποίηση των Ανεξάρτητων Αρχών, την οποία με βήμα ταχύ ακολουθεί η κομματικοποίησή τους (π.χ., η υποκατάσταση της αντιπολίτευσης από τις Αρχές) και η ανάληψη από αυτές πρωταγωνιστικού ρόλου στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Θα πρέπει να κρίνονται όχι τόσο ως προς τον πολιτικό τους ρόλο, που δεν είναι δοσμένος, αλλά ως προς το πόσο αποτελεσματικές είναι.
Γίνεται ισχυρότερη η δημοκρατία όταν οι Ανεξάρτητες Αρχές αναλαμβάνουν τέτοιο ρόλο; Oχι. Γίνεται λιγότερο ισχυρή γιατί οι πολίτες εξομοιώνουν τις Αρχές με έναν ακόμα παίκτη του πολιτικού παιχνιδιού. Ως γνωστόν, διαχρονικά στην Ελλάδα και πάντως από την περίοδο της οικονομικής κρίσης, τα επίπεδα εμπιστοσύνης προς τους πολιτικούς θεσμούς (κυβέρνηση, Bουλή, κόμματα) είναι πολύ χαμηλά. Oταν οι Αρχές μετατρέπονται κυρίως σε πολιτικό θεσμό, ενώ κυρίως είναι θεσμός της δημόσιας διοίκησης, υφίστανται την ίδια μοίρα με τους πολιτικούς θεσμούς, ενώ θα έπρεπε να είναι απόμακρες από αυτούς.
Eτσι ο βαθμός της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τις Αρχές καθορίζεται από την πολιτική στάση των Αρχών. Το κριτήριο των πολιτών καταντά να είναι το ποιες Αρχές είναι υπέρ της κυβέρνησης και ποιες υπέρ των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Στην κατάσταση αυτή, στη χώρα μας, έχουν συντελέσει τόσο εκείνη όσο και αυτά. Από τη μια μεριά, η αναμενόμενη αντίδραση της κυβέρνησης προς διάφορες πρωτοβουλίες των Αρχών έφτασε, ευτυχώς σε λίγες περιπτώσεις, αλλά πάντως εσφαλμένα, σε προσωπική επίθεση, ονομαστικά, κατά επιλεγμένων επικεφαλής τέτοιων Αρχών. Δεν χρειαζόταν να γίνει αυτό. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν Αρχές που φαίνεται να έχουν μερικές φορές δυσανεξία σε οποιαδήποτε κριτική σε πράξεις τους. Δίνουν την εντύπωση ότι συμπεριφέρονται ως πόλοι της συνταγματικής τάξης, ισότιμοι προς τη Bουλή, την κυβέρνηση και τα δικαστήρια.
Ακυρώνεται έτσι η πραγματική αποστολή των Αρχών, οι οποίες δεν ιδρύθηκαν, ως διοικητικοί θεσμοί, για να βάζουν τους πολιτικούς και τους δικαστικούς θεσμούς στη θέση τους. Ανάλογα με τον ιδρυτικό τους νόμο, οι Αρχές θεσπίστηκαν για να υπερασπίζουν δικαιώματα των πολιτών, όχι γενικά, αλλά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες αυτά θίγονται (π.χ., Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα), να υπηρετούν τη διαφάνεια και την αξιοκρατία (π.χ., ΑΣΕΠ, Εθνική Αρχή Διαφάνειας) ή να ρυθμίζουν τον οικονομικό ανταγωνισμό (π.χ., Αρχή Ανταγωνισμού). Εφόσον αυτή είναι η αποστολή των Αρχών από ιδρύσεώς τους, τότε αυτές θα πρέπει να κρίνονται όχι τόσο ως προς τον πολιτικό τους ρόλο, που δεν είναι δοσμένος, αλλά ως προς το πόσο αποτελεσματικές είναι, όπως σωστά τόνισε η Λίλιαν Μήτρου σε πρόσφατη ομιλία της στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών (11/3/2025). Με βάση το πλαίσιο αυτό, θα ενδιέφερε τους πολίτες, μεταξύ άλλων κριτηρίων, το ποιοι είναι οι χρόνοι ανταπόκρισης μιας Αρχής σε αιτήματα πολιτών ή επιχειρήσεων και κατά πόσον οι υπόλοιποι διοικητικοί θεσμοί συμμορφώθηκαν τελικά στις συστάσεις των εντέλει όχι πολιτικών, αλλά διοικητικών και ρυθμιστικών Αρχών.
*Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ και ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

