Δύο χρόνια μετά την τραγωδία στα Τέμπη, μόλις την προηγούμενη εβδομάδα εκδόθηκε το πρώτο συνολικό πόρισμα (του ΕΟΔΑΣΑΑΜ) που ρίχνει κάποιο φως στα αίτια του δυστυχήματος με τους 57 νεκρούς.
Στα δύο αυτά χρόνια, λόγω κακών χειρισμών της κυβέρνησης και της μεγάλης έφεσης μερίδας της κοινής γνώμης και κάποιων περιθωριακών πολιτικών στη συνωμοσιολογία, έχουν αναπτυχθεί απίστευτες θεωρίες που ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματικότητα – ο κ. Βελόπουλος μάλιστα έφτασε να υποστηρίζει ότι υπήρξαν βαγόνια που εξαφανίστηκαν μετά τη σύγκρουση και ότι οι πραγματικοί νεκροί μπορεί να είναι πάνω από 100, αφού, σύμφωνα με πληροφορίες του, καμιά 50αριά επιβάτες ανέβηκαν στο τρένο στη Λάρισα χωρίς να καταγραφούν πουθενά και χωρίς να βγάλουν εισιτήριο.
Στην ακατάσχετη συνωμοσιολογία έχουν ασφαλώς συμβάλει οι υπηρεσίες του κράτους, που μέσα στη σύγχυση και στον πανικό του πολύνεκρου δυστυχήματος έκαναν απανωτά λάθη καταστρέφοντας σημαντικά στοιχεία (το λεγόμενο «μπάζωμα»), όπως η αλλοίωση του χώρου για να στηθούν οι γερανοί.
Τους συνωμοσιολόγους, όμως, τους τροφοδότησε και η κυβέρνηση, η οποία για να απεκδυθεί κάθε ευθύνη επιχείρησε με παρεμβάσεις ακόμη και του ίδιου του πρωθυπουργού να πείσει την κοινή γνώμη ότι ο μοναδικός υπεύθυνος για την τραγωδία ήταν ο σταθμάρχης βάρδιας και μόνο. Και εν συνεχεία έστησε μια εξεταστική επιτροπή-παρωδία, αποκλείοντας την κατάθεση κάθε σημαντικού μάρτυρα, καταψηφίζοντας παράλληλα και τη διερεύνηση της σύμβασης 717 που ζητούσε η Ευρωπαία εισαγγελέας.
Προφανώς τόσο ο σταθμάρχης όσο και ο μηχανοδηγός της επιβατικής αμαξοστοιχίας έχουν μεγάλο μέρος της ευθύνης για την τραγωδία, αφού παρέκαμψαν κάθε διαδικασία ασφαλείας –ο ένας έβαλε το τρένο στη λάθος γραμμή κι ο άλλος δεν ειδοποίησε κανέναν ότι κινείται ανάποδα– και εμπόδισαν με τη στάση τους την αποτροπή της καταστροφής από ενδεχόμενη παρέμβαση τρίτων.
Σημαντικό ρόλο στην τραγωδία έπαιξε όμως και η εικόνα παντελούς διάλυσης που παρουσίαζε ο ΟΣΕ, όπως περιγράφει το πόρισμα. Με ελλιπές, ανεκπαίδευτο και εξουθενωμένο προσωπικό, που έφτανε να δουλεύει 27 ημέρες τον μήνα χωρίς ρεπό, με υποτυπώδεις υποδομές τηλεδιοίκησης σε μεγάλο μέρος του δικτύου και με τεράστια τεχνικά προβλήματα που ανάγκαζαν τους μηχανοδηγούς κάθε μέρα σχεδόν να αγνοούν τους κόκκινους σηματοδότες και να κινούνται ανάποδα στις γραμμές. Οταν ο ΟΣΕ, σύμφωνα με το οργανόγραμμά του, χρειαζόταν για να λειτουργεί κανονικά 409 σταθμάρχες και 399 κλειδούχους και είχε την εποχή του δυστυχήματος 133 σταθμάρχες και 69 κλειδούχους, καταλαβαίνει κανείς ότι ήταν θέμα χρόνου πότε θα υπάρξει κάποιο σοβαρό ατύχημα. Μάλιστα οι εκπρόσωποι των εργαζομένων είχαν επανειλημμένως προειδοποιήσει για τις ασφυκτικές συνθήκες εργασίας και τις τραγικές ελλείψεις ασφαλείας, αλλά κανείς δεν ενδιαφέρθηκε είτε να βελτιώσει σοβαρά την κατάσταση ή να σταματήσει την κυκλοφορία των τρένων.
Οσον αφορά το εύφλεκτο υλικό που ίσως να μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία, κανένα έως τώρα στοιχείο δεν δείχνει την ύπαρξή του. Κάποιοι εμπειρογνώμονες θεωρούν ότι η «πυρόσφαιρα» που δημιουργήθηκε μετά τη σύγκρουση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από ενδεχόμενη φωτιά στα υγρά των τρένων, άλλοι όμως λένε ότι τα υγρά αυτά σε συνδυασμό με το ηλεκτρικό τόξο που δημιουργήθηκε στο σημείο της σύγκρουσης μπορεί να προκαλέσουν μια τέτοια έκρηξη. Πάντως, σύμφωνα με το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ, από τους 57 νεκρούς, οι 50-52 σκοτώθηκαν από τη σύγκρουση των τρένων, που αποτελεί την κύρια αιτία της τραγωδίας, και 5-7 επιβάτες βρέθηκαν καμένοι από την έκρηξη, χωρίς να ξέρει κανείς σε τι κατάσταση βρίσκονταν πριν εξαπλωθεί η φωτιά.
Από τα στοιχεία, λοιπόν, που έχουν δει έως τώρα το φως της δημοσιότητας μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα για τα αίτια της τραγωδίας. Είναι πολύ πιθανό μετά το τέλος της δίκης, η αντίστροφη μέτρηση για την έναρξη της οποίας έχει ήδη αρχίσει, να υπάρχει πιο ξεκάθαρη εικόνα, που θα μας δείξει πέραν πάσης αμφιβολίας τους υπευθύνους πίσω από αυτήν. Είτε είναι επιχειρησιακοί ή διοικητικοί υπάλληλοι του ΟΣΕ είτε είναι πολιτικοί υπεύθυνοι για τη λειτουργία των σιδηροδρόμων και για τις απίστευτες καθυστερήσεις που υπήρξαν στην ολοκλήρωση των υποδομών ασφαλείας.
Θα είναι η δικαίωση που ζητούν οι συγγενείς για τα παιδιά τους αλλά και ολόκληρη η ελληνική κοινωνία που απαιτεί την απόδοση δικαιοσύνης στην τραγωδία των Τεμπών. Ενώ θα δώσει απαντήσεις και σε όσους ποντάρουν στην οργή του κόσμου για να κερδίσουν πολιτικά οφέλη από την εχθροπάθεια και τον διχασμό.

