Οι μαζικές σφαγές αμάχων στη δυτική Συρία από σουνιτικές πολιτοφυλακές έχουν δικαιολογημένα προκαλέσει αποτροπιασμό και κατακραυγή. Με βάση διασταυρωμένες πληροφορίες, τα περισσότερα θύματα είναι αλαουίτες που κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή της Λαττάκειας. Δεν είναι ξεκάθαρο ποια ήταν ακριβώς η αφορμή, αλλά η βαθύτερη αιτία είναι το αβυσσαλέο μίσος που νιώθουν πολλοί σουνίτες εναντίον των αλαουιτών. Η οικογένεια Ασαντ προέρχεται από τη συγκεκριμένη θρησκευτική ομάδα και βασίστηκε σε αυτήν για να παραμείνει στην εξουσία.
Εκτός από αλαουίτες αμάχους, όμως, οι προσκείμενοι στο νέο καθεστώς της ∆αμασκού σουνίτες δολοφόνησαν αρκετούς χριστιανούς διαφορετικών δογμάτων. Ετσι επιβεβαιώθηκαν με τραγικό τρόπο οι απαισιόδοξες εκτιμήσεις για τις συνέπειες που θα επιφέρει η επικράτηση της τρομοκρατικής οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ. Ωστόσο, η αρχική ανακοίνωση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών για τα γεγονότα κρατούσε ανεξήγητα ίσες αποστάσεις απέναντι σε θύτες και θύματα. Υστερα από έντονες αντιδράσεις, η δεύτερη ανακοίνωση έθεσε τα πράγματα στη σωστή τους βάση αναφορικά με τη στοχοποίηση των θρησκευτικών μειονοτήτων.
Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει συγκροτήσει μια σαφή πολιτική με συγκεκριμένους στόχους για τους χριστιανούς της πολύπαθης χώρας. Οι εξελίξεις έπιασαν απροετοίμαστη την ελληνική κυβέρνηση και τώρα αναγκάζεται να τρέχει πίσω από τα γεγονότα. Αυτό οφείλεται στην έλλειψη κατανόησης των πολύπλοκων συνθηκών που επικρατούν στη Συρία μετά τη φυγή του Ασαντ. Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών δεν μπορεί απλώς να εκδίδει βαρύγδουπες ανακοινώσεις άνευ ουσιαστικού περιεχομένου. Με αυτόν τον τρόπο, μόνο αυξάνονται οι προσδοκίες της ελληνικής κοινής γνώμης, αλλά και των ίδιων των χριστιανών. Αν πραγματικά η Αθήνα ενδιαφέρεται για την τύχη αυτών των ανθρώπων, τότε είναι απαραίτητο να δράσει άμεσα και αποτελεσματικά σε τρία επίπεδα.
Πρώτον, η Ελλάδα ως μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ οφείλει να πάρει πρωτοβουλίες για την αποκλιμάκωση της βίας και την έναρξη μιας σοβαρής διαδικασίας εθνικής συμφιλίωσης. Σε αυτήν την προσπάθεια είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα βρει ευήκοα ώτα στην Ουάσιγκτον, λόγω του έντονου ενδιαφέροντος της διοίκησης Τραμπ για τις χριστιανικές κοινότητες που βρίσκονται υπό διωγμόν. Το ζήτημα έχει επίσης προσελκύσει το ενδιαφέρον ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Ουγγαρία και φυσικά η Κύπρος. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για συντονισμό ενεργειών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ειδικά σε μια χρονική συγκυρία που η ενωμένη Ευρώπη αποκτά γεωπολιτική ταυτότητα.
Οι εξελίξεις έπιασαν απροετοίμαστη την κυβέρνηση και τώρα αναγκάζεται να τρέχει πίσω από τα γεγονότα. Αυτό οφείλεται στην έλλειψη κατανόησης των συνθηκών που επικρατούν στη Συρία μετά τη φυγή του Ασαντ.
Δεύτερον, η Αθήνα χρειάζεται να αναβαθμίσει τη διπλωματική παρουσία της στη Δαμασκό και στις γειτονικές πρωτεύουσες. Πώς η ελληνική κυβέρνηση θα καταφέρει να «παρακολουθεί στενά την κατάσταση», σύμφωνα με την προαναφερθείσα δεύτερη ανακοίνωση του ελληνικού ΥΠΕΞ, αν δεν διαθέτει αρκετές πρωτογενείς πληροφορίες για τη μετά Ασαντ Συρία; Αν κάτι έχουμε διδαχθεί από το φιάσκο με τη στρατιωτική αποστολή στη Λιβύη, είναι ότι η συλλογή και η αξιοποίηση πληροφοριών για τέτοιου είδους χώρες απαιτούν άριστη γνώση των τοπικών συνθηκών. Με άλλα λόγια, δεν γνωρίζουμε αρκετά το τι συμβαίνει σήμερα στο εσωτερικό της Συρίας.
Τρίτον, η ελληνική κυβέρνηση δύναται να εκπονήσει ένα ειδικό πρόγραμμα δράσεων και μέτρων για τη στήριξη των χριστιανών με σχετικά μικρό κόστος. Κατ’ αρχάς, η Αθήνα μπορεί να προσφέρει μια συμβολική οικονομική στήριξη στο Πατριαρχείο Αντιοχείας, τη στιγμή μάλιστα που έχει μειωθεί σημαντικά η ρωσική επιρροή. Η χορήγηση υποτροφιών για φοίτηση σε ΑΕΙ, η φιλοξενία μαθητών σε κατασκηνώσεις, η νοσηλεία τραυματιών σε νοσοκομεία και η χορήγηση αδειών μακράς διαμονής είναι μερικές εύκολα υλοποιήσιμες ιδέες.
Καταληκτικά, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να στηρίξει εμπράκτως τους δοκιμαζόμενους χριστιανούς. Εξάλλου, ο ίδιος ο πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της συνάντησής του με τον Πατριάρχη Αντιοχείας Ιωάννη Ι΄, πριν από τρεις μήνες, τόνισε ότι η προστασία της ορθόδοξης κοινότητας της Συρίας είναι προτεραιότητα για την Ελλάδα. Τώρα είναι η ώρα να το αποδείξει.
*Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London.

