Με τους ηθοποιούς συμβαίνει κάτι περίεργο. Δεν τους ανήκει απόλυτα ο εαυτός τους. Ανήκει και στους ρόλους που παίζουν, στα σενάρια με τα οποία καταπιάνονται, στις κοπιώδεις μεθόδους που μαθαίνουν κι έπειτα εφαρμόζουν για να κάνουν τη δουλειά τους σωστά. Κι αν το μυαλό τους ξέρει ότι αυτό που διαδραματίζεται στη σκηνή και στο σετ δεν είναι αλήθεια, το σώμα τους πολλές φορές ξεγελιέται· μπερδεύει το πραγματικό με το μη πραγματικό, βιώνει τα πλαστά συναισθήματα σαν γνήσια –γιατί μόνο αν πιστέψει το ψέμα θα το αποδώσει καλά–, και τελικά εκστασιάζεται και υποφέρει μάταια, γιατί δεν έχει άλλη επιλογή παρά να ταυτιστεί κανονικά με το απατηλό υλικό της τέχνης. Στους ηθοποιούς δεν ανήκει ούτε το σώμα τους, λοιπόν· ανήκει στην υποκριτική συνθήκη. Αν μάλιστα ένας ηθοποιός κάνει το λάθος να είναι και επιτυχημένος, επιβαρύνεται από μία ακόμη «ιδιοκτησιακή» αντικανονικότητα: ανήκει στο κοινό του. Σε εκείνους που εκτίμησαν τόσο τις ικανότητές του, ώστε τον θεωρούν πλέον προέκταση της φαντασίας τους. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκε η Καίτη Κωνσταντίνου, η οποία πέθανε πριν από λίγες ημέρες. Γι’ αυτό και η απώλειά της υπήρξε τόσο επώδυνη και η συλλογική οδύνη τόσο καθαρή από αμφιβολίες και αστερίσκους. Πολύ πριν φύγει από τη ζωή, η ηθοποιός κατάφερε να αφήσει κάμποσο από τον εαυτό της στις ζωές των άλλων.
Κοινωνιολογία του ποπ
Το ήξερε και δεν την ενοχλούσε. Αλλωστε, η Καίτη Κωνσταντίνου είχε πει πως δεν την πειράζει να την αποκαλούν «Σωσώ» στον δρόμο. Μάλλον επειδή είχε καταλάβει ότι το να σε οικειοποιούνται άγνωστοι είναι μέρος του «καταραμένου δώρου» της επιτυχίας αυτού του μεγέθους. Δεν επρόκειτο όμως για επιτυχία άνευ ουσίας, όπως συνηθίζουμε να πιστεύουμε όταν η επιτυχία είναι ποπ και ανθεί μακριά από τις κοινώς παραδεκτές προδια-γραφές της «υψηλής ποιότητας». Μέσα από τον τηλεοπτικό ρόλο που την καθιέρωσε, η Καίτη Κωνσταντίνου συνέβαλε καθοριστικά στην άρση πολλών στερεοτύπων που μάστιζαν την αρκούντως συντηρητική Ελλάδα της δεκαετίας του ’90. Το μαύρο χιούμορ, που τόσο ευθύβολα και απολαυστικά χρησιμοποιούσε, και το αντισυμβατικό πνεύμα που εμφύσησε στον χαρακτήρα της Σωσώς ανέτρεψαν την καθιερωμένη αντίληψη για το πώς (πρέπει να) συμπεριφέρονται οι γυναίκες και διεύρυναν το φάσμα των χαρακτηρολογικών ποιοτήτων που το κοινό ανέμενε να του παρουσιάσει η τηλεόραση και, κατ’ επέκταση, η ίδια του η ζωή. Χάρη στη Σωσώ της Κωνσταντίνου, η γλυκερή καλοσύνη και το καταπιεστικό «νορμάλ» επιτέλους ξεπεράστηκαν, κάνοντας χώρο και για άλλες ανθρώπινες ιδιότητες: μεγάλο μέρος κόσμου άρχισε έτσι να αντιλαμβάνεται ότι μπορείς να είσαι ιδιόρρυθμος, αιρετικός ή ακόμη και κάπως κακός, και όμως να παραμένεις αξιολάτρευτος.
Παραγωγή ειδώλων
Η επίδραση της Καίτης Κωνσταντίνου σε αυτό που αποκαλούμε δημοφιλή κουλτούρα ξέφυγε αρκετά από τη σφαίρα του επίκαιρου και ρίζωσε για τα καλά στο έδαφος του κλασικού. Υπάρχουν αναρίθμητα πρόσωπα (από άγνωστους ανθρώπους μέχρι προβεβλημένους κωμικούς) που, αν και γεννήθηκαν μετά την προβολή της σειράς «Εγκλήματα», μιλούν σήμερα όπως η Καίτη Κωνσταντίνου πριν από 27 χρόνια – χρησιμοποιώντας τις εκφράσεις του προσώπου της, τον τόνο της φωνής της, την εκφορά της, όλη της τη μανιέρα. Κάποιοι είναι συνειδητά εγκλωβισμένοι στη μίμηση, ενώ κάποιοι άλλοι δεν γνωρίζουν καν πως το στυλ τους είναι δανεικό· αυτούς, η Καίτη Κωνσταντίνου τους διαμόρφωσε εν αγνοία τους, όπως συμβαίνει πολλές φορές με τα μεγέθη που προηγούνται και μας υπερβαίνουν. Μαζί με την παρακαταθήκη της (η οποία δεν εξαντλείται στην επιδραστικότητά της, αλλά περιλαμβάνει και τις λιγότερο «ευπώλητες» πλευρές της δουλειάς της), η Καίτη Κωνσταντίνου καταλείπει, βέβαια, και ένα μεγάλο ερώτημα για ό,τι και όποιον θα τη διαδεχτεί. Υπάρχει σήμερα περιθώριο για είδωλα; Σε μια εποχή όπου το «νέο» καίγεται και ξαναγεννιέται κάθε μέρα από την αρχή στο TikTok και στο Netflix, μπορούν να προκύψουν ταλέντα με εκτόπισμα; Μπορεί σήμερα το δημοφιλές να γίνει ιδιοκτησία των πάντων για περισσότερο από μία ημέρα;

