Το βαγόνι του μετρό ήταν έμφορτο – ένα κλικ από το «τίγκα». l Κάποια στιγμή σηκώνεται από το κάθισμά του νεαρός, έφηβος-μετέφηβος, το πολύ 18, λιπόσαρκος και μελανοχίτων, που δεν κατέβηκε στον επόμενο σταθμό, αλλά στάθηκε εν μέσω των ορθίων κι εντός ολίγου άρχισε να φέρνει κάθε τόσο την παλάμη του κουπωτά στο στόμα και μετ’ ολίγον να εκπέμπει προς την οροφή λευκό αρωματικό καπνό. l Αυτά παρατηρούσε παριστάμενος πρεσβύτης, αφού πρώτα ήρθε στην ευαίσθητη σε καπνούς και οσμές όσφρησή του το «μήνυμα», l το οποίο πλέον του προκαλεί αύθις αναπνευστικές ενοχλήσεις κι επίμονο βηχαλάκι. l Το λευκό συννεφάκι συνέχισε να ανυψούται, αλλά ουδείς από τους πυκνούς ολόγυρα ορθίους αντέδρασε – του κυρίου ΧΑΠ μη εξαιρουμένου. l Αναψε μόνο η κασίδα του, όχι πια σπάνιο κι αυτό, l προϊόντος του χρόνου κοντεύει να καταντήσει ο γερο-«Παρατατικός», που τού ‘φταιγαν όλα – μόνιμη στήλη στο αρχαίο εγκυκλοπαιδικό περιοδικό «Ρομάντζο». l «Μα τόσο θράσος πια, τόση αναισθησία, όχι μόνο τουτουνού που καπνίζει, αλλά κι όλων ολόγυρα!», έβραζε μέσα του. l ∆εν τόλμησε όμως κι αυτός να βγάλει κιχ. l «Φοβάσαι ε;», ψιθύρισε ο αδυσώπητος μέσα του, που μια ζωή τον κρίνει. l «Φυσικά!» – κόντεψε να φωνάξει, να τον πουν λαλημένο οι ολόγυρα αφασικοί, l αφού κανείς τους δεν είχε γυρίσει να κοιτάξει, με απορία έστω, την πηγή του αποθρώσκοντος καπνού και της ευωδίας πνευματικής. l «Θες δηλαδή να τον προγκίσω και να μου τραβήξει κάνα μαχαίρι;», γάβγισε μουγκά στον προσωπικό του εισαγγελέα. l Κι εκεί έληξε ο μουλωχτός εμφύλιος, διότι εν τω μεταξύ ο φουμάρων τοις μετρητοίς κατέβηκε κι απέλειπεν τους αναπνέοντες επί πιστώσει. l Πώς, αλήθεια, και γιατί κατάντησαν μαχαιροβγάλτες τα αγλαά τέκνα των τρεχάμενων Ελλήνων; l Πώς και γιατί έχει εξαπλωθεί σε βαθμό επιδημίας το τράβηγμα μαχαιριού από εφήβους; l Και όχι μόνο εν δήμω –ανά τας ρύμας και τας οδούς, σε πλατείες, πάρκα, σχολικές αυλές–, αλλά και εν οίκω ακόμη. l Αδερφοφάδες κατάντησαν τα καμάρια μας, l φοβάται αδελφός να λογοφέρει μ’ αδελφό. l Ασε δε οι γονείς, οι αθώοι του αίματος – και της αναθροφής, εξυπακούεται. * Ετσι, μια κοινωνία ολόκληρη συνεχίζει να τραμπαλίζεται σιωπηλά, όπως μέσα στο βαγόνι. l ∆ιότι η Σιγή, όχι μόνο Κόσμον Φέρει, αλλά και Σε άλλον κόσμο δεν σε ξαποστέλνει. l
Ερωτούν αναγνώστες πώς και διατί δεν ασχολείται το Υποβολείο με «Τα Τέμπη». l Κατ’ αρχάς, οι υπαινισσόμενοι ότι η στήλη το κάνει γαργάρα, ή έχουν χάσει τεύχη ή δεν θυμούνται καλά. l Ναι μεν ενσυνειδήτως το άπαξ της εβδομάδος Υποβολείο δεν μετέχει σ’ ένα πεδίο όπου καθημερινά το κοινό βομβαρδίζεται με όλων των ποιοτήτων σχόλια και αναλύσεις, l αλλά δεν της έχουν λείψει σύντομες μεν, σαφέστατες δε θέσεις για το ζήτημα. l Οσοι πάντως δεν αρκείσθε σ’ αυτές, διαβάστε το άρθρο «”Συγκάλυψη” και “Μπάζωμα”» του Ανδρέα Δρυμιώτη στην Οικονομική «Κ» της περασμένης Κυριακής 2/3 σ. 9. l Τα λέει όλα και συμφέρει. Απλώς προσυπογράφουμε. l
Το Υποβολείο έχει γενέθλια. l Την Τετάρτη κλείνει τα 25. l Γεννήθηκε με τον νέο αιώνα, 12 Μαρτίου 2000· l από χέρι που ήδη τότε είχε κλείσει 25 χρόνια στον μαραθώνιο της ενημέρωσης. l Και τι χρόνια: από την πτώση της χούντας στην Ευρωζώνη, κι από τη λινοτυπία στη φουλ κομπιουτερία. l Χώρια «τα επ’ εμοί» – τραγελαφικόν αφήγημα αυτό, με κάποια άθλα, μερικά τραυματικά αυτογκόλ και ποοολλά χουνέρια. l 25 το Υποβολείο, 50 η άχρι τούδε επαγγελματική πορεία του γράφοντος και το 1976 η εγγραφή του στα κιτάπια της «Καθημερινής». l (Λες να είμαι ο αρχαιότερος ακόμη μετέχων στο φύλλο της; l Ή μου ρίχνει κάτι μήνες παραπάνω ο αγαπητός Κώστας Ιορδανίδης – άλλον δεν βάζει ο νους μου). l
Υποβολείον, προοοσχή! Επ’ ώω-μού! Εμπρός, μαρς.

