Αναγκαιότητα ή συνταγματικός πληθωρισμός;

3' 3" χρόνος ανάγνωσης

Πριν από λίγες μέρες, ο πρωθυπουργός πρότεινε να προστεθεί στο Σύνταγμα διάταξη η οποία θα προβλέπει ρητά την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων. Η αλήθεια είναι πως η υπηρεσιακή κατάσταση των οργάνων της διοίκησης απασχολεί διαχρονικά τα συνταγματικά κείμενα· και όχι άδικα. Στο ισχύον Σύνταγμα του 1975, το ζήτημα ρυθμίζεται κυρίως στα άρθρα 103 και 104. Στην αρχική τους μορφή, οι διατάξεις αυτές έδιναν έμφαση σε εγγυήσεις ώστε οι υπάλληλοι να μην κινδυνεύουν να εκδιωχθούν λόγω πολιτικών διώξεων: μονιμότητα, πρόβλεψη υπηρεσιακών συμβουλίων, προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) σε περίπτωση παύσης. Το επέβαλαν οι τραυματικές μνήμες των χουντικών εκκαθαρίσεων και οι μαζικές απολύσεις πολιτικών αντιπάλων, εκείνες που έδωσαν στην πλατεία Κλαυθμώνος το όνομά της. Στην αναθεώρηση του 2001, η μέριμνα ήταν διαφορετική: να κατοχυρωθεί συνταγματικά το ΑΣΕΠ (Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού), ώστε οι προσλήψεις να γίνονται όσο το δυνατόν αντικειμενικά και όχι από το παράθυρο. Επρόκειτο για μία από τις σημαντικότερες θεσμικές μεταρρυθμίσεις της Μεταπολίτευσης. Ενα τέταρτο του αιώνα αργότερα, η συζήτηση μεταφέρεται από την αρχή και το τέλος της υπαλληλικής σταδιοδρομίας, στις επιδόσεις που επιτυγχάνονται κατά τη διάρκειά της. Από μια σκοπιά, η εξέλιξη είναι θετική· πιστοποιεί ότι έχουμε αφήσει πίσω ορισμένα φαντάσματα του παρελθόντος. Πόσο αναγκαία είναι, ωστόσο, η συνταγματική σφραγίδα για έναν τόσο αυτονόητο μηχανισμό όπως η αξιολόγηση;

Κρίσιμη έννοια για το Σύνταγμα είναι προεχόντως η αξιοκρατία, μία αρχή με ουσιαστικό περιεχόμενο, ως ειδικότερη έκφανση της ισότητας, η οποία επιτάσσει τον αντικειμενικό διαχωρισμό περισσότερων προσώπων με κριτήριο τα προσόντα και τις ικανότητές τους. Από το 2001, περιλαμβάνεται στην παράγραφο 7 του άρθρου 103 Σ. Αλλά και πριν από την αναθεώρηση, το ΣτΕ την είχε κατοχυρώσει ερμηνευτικά ως αξία γενικότερης εμβέλειας σε περισσότερα πεδία (κριτήρια εισαγωγής στα ΑΕΙ, εκλογή πανεπιστημιακών, εξέλιξη δικαστικών λειτουργών). Κατά νομική ακριβολογία, οι μηχανισμοί αξιολόγησης συνιστούν απαραίτητη θεσμική εγγύηση της αξιοκρατίας και επιβάλλονται ήδη από το Σύνταγμα. Επιπροσθέτως, η αξιολόγηση στο Δημόσιο διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα του τελευταίου, μια εξίσου θεμελιακή, ποιοτική συνιστώσα της κρατικής δράσης. Η αποτελεσματικότητα συνιστά συνταγματική αρχή, αν και με έμμεσο τρόπο: σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 25 Σ, τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν «την αποτελεσματική άσκηση» των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Επομένως, πραγματική κανονιστική ανάγκη για συνταγματική προσθήκη δεν υφίσταται εν προκειμένω. Πόσο μάλλον, σε ένα φλύαρο συνταγματικό κείμενο το οποίο χρειάζεται περικοπές παρά συμπληρώσεις. Το κρίσιμο είναι –το αναγνωρίζουν όλοι– να εφαρμοστεί στην πράξη η εκάστοτε νομοθεσία για την αξιολόγηση, παρά να δαφνοστεφανωθεί συνταγματικά. Τα μέχρι σήμερα εμπόδια έχουν να κάνουν με τα χαρακτηριστικά του πελατειακού κράτους και τη διάχυτη θεσμική δυσπιστία της κοινωνίας απέναντι στις δημόσιες ελεγκτικές δομές. Η συζήτηση για τη συνταγματική κατοχύρωση της αξιολόγησης θυμίζει μια άλλη πονεμένη υπόθεση: εκείνη του δασολογίου. Το Σύνταγμα κατοχύρωνε από το 1975 την αυστηρή προστασία των δασών, χωρίς ποτέ η διοίκηση να ασχοληθεί με την πλήρη καταγραφή τους. Επειτα από επανειλημμένες καταδίκες από το ΣτΕ, ο αναθεωρητικός νομοθέτης την πρόσθεσε στο θεμελιώδες κείμενο. Και πάλι, θα παρέμενε κενό γράμμα εάν το ΣτΕ δεν ασκούσε στο πελατειακό κράτος έναν ιδιότυπο εκβιασμό: ότι θα εμπόδιζε την ολοκλήρωση του κτηματολογίου (το οποίο αποτελούσε μνημονιακή υποχρέωση) αν δεν καταρτίζονταν οι δασικοί χάρτες. Ισως, αυτή να είναι η μόνη πρακτική χρησιμότητα της προτεινόμενης συνταγματικής αλλαγής για την αξιολόγηση. Να παρακινήσει τη Δικαιοσύνη σε πιο ριζικές λύσεις (όπως η ακύρωση της υπηρεσιακής εξέλιξης υπαλλήλων που δεν αξιολογούνται προσηκόντως) εάν η εφαρμογή του θεσμού συνεχίζει να παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες. Εκείνες που το πολιτικό σύστημα δεν τολμάει να υιοθετήσει για λόγους αυτοπροστασίας. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με το ΑΣΕΠ: είχε μεν συσταθεί με τον νόμο Πεπονή (ν. 2190/1994), η συνταγματική του κατοχύρωση όμως είναι εκείνη η οποία απέτρεψε τη μικροπολιτική του παράκαμψη τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν.

*Ο κ. Γιώργος Δελλής είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT