Εδώ και εβδομάδες, η πολιτική ζωή και η κοινή γνώμη περιστρέφονται γύρω από την τραγωδία των Τεμπών. Δικαιολογημένα, καθώς, όπως έχει σημειωθεί πολλάκις, η σύγκρουση δύο τρένων, που προκάλεσε τον θάνατο 57 ανθρώπων και τον τραυματισμό πολλών άλλων, που κλόνισε την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος, απαιτεί πειστικές εξηγήσεις και λογοδοσία των υπευθύνων. Το ερώτημα σήμερα, όμως, είναι εάν, μέσα σε αυτή τη δίνη, η χώρα θα βρει τρόπο να ασχοληθεί με το ζήτημα των Τεμπών στον βαθμό που απαιτείται αλλά και να προχωρήσει ώστε να αντιμετωπίσει χρόνια προβλήματα και νέους κινδύνους. Επειδή στο βάθος της τραγωδίας των Τεμπών είναι το γεγονός ότι ζούμε σε μια χώρα που αναπαράγει συνεχώς τις συνθήκες που επιτρέπουν τέτοιες καταστροφές.
Η εύφλεκτη ύλη είναι παντού γύρω μας. Η οργή και η αγανάκτηση των πολιτών δεν περιορίζονται στις διαδηλώσεις και στα κοινωνικά δίκτυα. Βρίσκονται στο κέντρο συζητήσεων μεταξύ ανθρώπων που δεν θα κατέβαιναν στους δρόμους παλιότερα, που είχαν ελπίσει ότι αυτή η κυβέρνηση θα μπορούσε να βάλει, επιτέλους, τη χώρα στις ράγες της προόδου. Οι συγγενείς των θυμάτων δικαιώνονται στον αγώνα τους για την αποκάλυψη των συνθηκών της σύγκρουσης και όσων ακολούθησαν. Δέχονται, όμως, και σκληρές επιθέσεις από κάποιους που αντιδρούν στη δικαιολογημένη μαχητικότητά τους. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης απαιτούν εξηγήσεις και την τιμωρία των υπευθύνων, όπως οφείλουν σε μια δημοκρατία. Oμως, οι υπερβολές και συχνά ανυπόστατες «βεβαιότητές» τους μαρτυρούν περισσότερη αγωνία για δικά τους οφέλη και όχι τόσο για δικαιοσύνη.
Στο βάθος της τραγωδίας είναι το γεγονός ότι ζούμε σε μια χώρα που αναπαράγει συνεχώς τις συνθήκες που επιτρέπουν τέτοιες καταστροφές.
Η κυβέρνηση αισθάνεται ότι βάλλεται από παντού και αντιδρά αναλόγως. Ολοι είναι θυμωμένοι και, μες στον θυμό τους, αισθάνονται δικαιωμένοι, καθώς ο θυμός και τα λάθη του άλλου δικαιώνουν τον δικό μας θυμό, εξουδετερώνουν τα δικά μας λάθη (στα δικά μας μάτια τουλάχιστον). Ετσι, η πολιτική μας ζωή εγκλωβίζεται στο πώς θα καταποντίσουμε τον αντίπαλο και όχι στην προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που μας καθηλώνουν σε τέτοιες συμπεριφορές.
Μέσα στην ολομέτωπη σύγκρουση των ημερών, οφείλουμε όλοι να σκεφτούμε ότι ουδείς έχει το δικαίωμα να αφήσει τη χώρα να βυθιστεί στην ομφαλοσκόπηση. Η κυβέρνηση, που έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη και για ό,τι συνέβη και για τα μέτρα που απαιτούνται για να βγούμε (όλοι, όχι μόνο η ίδια) από την κρίση, πρέπει να κάνει πράξη τις υποσχέσεις για διαφάνεια και ριζικές αλλαγές. Αναγκαίο, επίσης, είναι να προσεγγίσει τους συγγενείς των θυμάτων και να τους εντάξει σε ένα μη κομματικό όργανο που θα λαμβάνει άμεση πληροφόρηση απ’ όλα τα μέτωπα της διαλεύκανσης της υπόθεσης.
Από εδώ και μπρος, η ενημέρωση πρέπει να είναι έγκαιρη, πλήρης και αξιόπιστη. Από την αρχή, η κυβέρνηση όφειλε να διαχειριστεί την τραγωδία των Τεμπών με τρόπο που θα έδειχνε ότι κατανοεί πως το πένθος αφορούσε όλους, πως δεν έπρεπε να υπάρξει η παραμικρή υποψία για μεροληψία και πολιτικές σκοπιμότητες. Φάνηκε να κάνει αυτό στην αρχή, αλλά μετά τα λάθη ήταν πολλά και απανωτά. Ετσι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχασε μεγάλο μέρος του πολιτικού κεφαλαίου που είχε αποκτήσει τα προηγούμενα χρόνια. Οι επόμενες κινήσεις του θα δείξουν εάν μπορεί να φέρει τη χώρα σε ισορροπία. Αυτό δεν θα είναι εύκολο, καθώς η αντιπολίτευση δεν θα στηρίξει την προσπάθεια. Ο πρωθυπουργός, όμως, έχει αρκετό χρόνο μπροστά του χωρίς εκλογές ώστε να μπορεί να αποτολμήσει τις τομές που οι πολίτες απαιτούν. Πρέπει να πείσει ότι οι θυσίες, οι ελπίδες και η υπομονή του παρελθόντος δεν ήταν μάταιες. Ισως έχει μία ευκαιρία ακόμη.

