Τέσσερις μήνες μετά την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, οι Κινέζοι ιθύνοντες παρακολουθούν πολύ προσεκτικά όλες τις δηλώσεις του και προσπαθούν να ανιχνεύσουν τις προθέσεις του. Σημειώνουν ότι στην εξωτερική του πολιτική προτίμησε τις πρώτες εβδομάδες της προεδρίας του να ασχοληθεί με εκκρεμότητες πλησίον της χώρας του και να δρομολογήσει την απεμπλοκή των ΗΠΑ από τον πόλεμο στην Ουκρανία, με την πλήρη μεταστροφή της Ουάσιγκτον στις σχέσεις της με τη Μόσχα. Γνωρίζουν, όμως, ότι πλησιάζει η ώρα για το μπρα ντε φερ ΗΠΑ – Κίνας, όπως δείχνει η αύξηση των αμερικανικών δασμών επί των εισαγόμενων κινεζικών προϊόντων κατά 20% στην παρούσα φάση.
Η Κίνα δηλώνει έτοιμη για εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, αν και δεν τον επιθυμεί, λόγω της επιβραδυνόμενης οικονομίας της. Γι’ αυτό, λοιπόν, προκρίνει στρατηγική αυτοσυγκράτησης με στοχευμένα αντίποινα. Το Πεκίνο απάντησε αμέσως στις ανακοινώσεις της Ουάσιγκτον με δικούς του δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα από επιλεγμένες πολιτείες με αυξημένη υποστήριξη του Ντόναλντ Τραμπ στις πρόσφατες εκλογές. Η προσέγγιση αυτή βασίζεται εν πολλοίς στον συνδυασμό «στρατηγικής υπομονής» και «ασύμμετρου πολέμου» που έχει εισηγηθεί ο καθηγητής Γου Σίνμπo, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Μελετών του Πανεπιστημίου Fudan στη Σαγκάη.
Σε ό,τι αφορά τις διατλαντικές σχέσεις, το Πεκίνο επιχαίρει για την αποδυνάμωση των δεσμών μεταξύ των ΗΠΑ και παραδοσιακών εταίρων τους, ιδιαίτερα μετά τις σκηνές απείρου κάλλους κατά την επίσκεψη του Ουκρανού προέδρου Ζελένσκι στον Λευκό Οίκο. Κινέζοι αναλυτές θεωρούν ότι αυτές οι εντάσεις προσφέρουν μοναδική ευκαιρία για επαναπροσέγγιση μεταξύ της Κίνας και των Ευρωπαίων που είναι χολωμένοι με το Πεκίνο για την υποστήριξή του στη Μόσχα κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία.
Η ομιλία του υπουργού Εξωτερικών Γουάνγκ Γι στην πρόσφατη Διάσκεψη του Μονάχου περιείχε την πρόταση για συνέργειες μεταξύ του κινεζικού νέου Δρόμου του Μεταξιού (Belt and Road Initiative) και της ευρωπαϊκής στρατηγικής διασυνδεσιμότητας Global Gateway. Ακόμη και η σινοευρωπαϊκή συμφωνία για επενδύσεις που υπογράφηκε τον Δεκέμβριο του 2020, αλλά «πάγωσε» λίγους μήνες αργότερα, δεν αποκλείεται να επανέλθει στις συζητήσεις με πρωτοβουλία του Πεκίνου.
Η Κίνα δηλώνει έτοιμη για εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, αν και δεν τον επιθυμεί, λόγω της επιβραδυνόμενης οικονομίας της. Γι’ αυτό προκρίνει στρατηγική αυτοσυγκράτησης με στοχευμένα αντίποινα.
Η Κίνα χαιρετίζει τις απευθείας διαπραγματεύσεις Τραμπ – Πούτιν, αλλά είναι λιγοστοί οι Κινέζοι σχολιαστές που θεωρούν στέρεη την επαναπροσέγγιση μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Μόσχας. Ομοίως, εκφράζονται αμφιβολίες κατά πόσον ο Τραμπ θα μπορέσει να επαναλάβει αυτό που επέτυχε ο Ρίτσαρντ Νίξον τη δεκαετία ’70, όταν οι ΗΠΑ αναγνώρισαν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) και διέσπασαν το σινοσοβιετικό δίδυμο.
Οι αμφιβολίες αυτές είναι βάσιμες, καθώς ήταν πολύ διαφορετικές οι συνθήκες εκείνη την εποχή. Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις το 1969 ανάμεσα στην Κίνα και τη Σοβιετική Ενωση κατά μήκος των κοινών συνόρων τους και η ΛΔΚ αναζητούσε την ενσωμάτωσή της στο διεθνές σύστημα. Σήμερα η Κίνα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως, αναμφισβήτητη στρατιωτική δύναμη και συμπορεύεται με τη Ρωσία κατά των ΗΠΑ. Η βαρυσήμαντη κοινή δήλωση που υπέγραψαν ο Σι Τζινπίνγκ και ο Βλαντιμίρ Πούτιν στις 4 Φεβρουαρίου 2022 στο Πεκίνο αποτελεί «μανιφέστο» για μια νέα διεθνή τάξη, απαλλαγμένη από την αμερικανική ηγεμονία.
Οσον αφορά τα ακανθώδη θέματα της Ταϊβάν και της Νοτιοσινικής Θάλασσας, η κινεζική ηγεσία δεν περιμένει ο Τραμπ να ανοίξει τα χαρτιά του ακόμη. Οι ιθύνοντες στο Πεκίνο εκτιμούν ότι ο Αμερικανός πρόεδρος προτιμά να «πακετάρει» αυτά τα ζητήματα με την εξέλιξη των διμερών οικονομικών σχέσεων και τον αδυσώπητο σινοαμερικανικό τεχνολογικό ανταγωνισμό. Ωστόσο, η Κίνα δεν χάνει ευκαιρία να τονίσει την αποφασιστικότητά της να προσαρτήσει την αυτοδιοικούμενη Ταϊβάν ακόμη και με ένοπλα μέσα.
Τέλος, όλοι οι Κινέζοι αναλυτές ομονοούν ως προς τον δομικό χαρακτήρα της αντιπαλότητας ΗΠΑ – Κίνας, ανεξαρτήτως του εκάστοτε Αμερικανού προέδρου. Αλλωστε, αποτελεί διακηρυγμένο στρατηγικό στόχο του Πεκίνου έως το 2049, την 100ή επέτειο της ίδρυσης της ΛΔΚ, η Κίνα να αναδειχθεί «το πιο προηγμένο έθνος της υφηλίου» ή, με άλλα λόγια, να διεκδικήσει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία.
*Ο κ. Πλάμεν Τόντσεφ είναι επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ).

