Εάν στις γερμανικές εκλογές ψήφιζαν μόνο νέοι μέχρι 25 ετών, πρώτο κόμμα θα ήταν η Αριστερά με 26% και δεύτερο η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) με 17%. Αυτά τα νούμερα είναι εντυπωσιακά, αλλά ένα άλλο στοιχείο τα βάζει σε προοπτική: η Αριστερά έλαβε από αυτή την ηλικιακή ομάδα πάνω από 15% περισσότερο από τον εθνικό της μέσο όρο. Η AfD, οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι έλαβαν περίπου τον εθνικό τους μέσο όρο, ενώ οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες πήραν 15% και 5% λιγότερο αντίστοιχα. Αυτές οι ηλικιακές αποκλίσεις δεν είναι σταθερές: το 2021 οι μεγάλοι νικητές στους νέους ήταν οι Φιλελεύθεροι και οι Πράσινοι, που σήμερα χάνουν έδαφος σε αυτή την κατηγορία.
Εχοντας στραφεί στα δύο άκρα –από τη μία σε ένα κόμμα με ρίζες στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ανατολικής Γερμανίας και από την άλλη σε ένα ακροδεξιό κόμμα– η σύγκριση με τη Βαϊμάρη μοιάζει αναπόφευκτη. Πρέπει να ανησυχούμε για την πόλωση και την επανεμφάνιση ενός ασταθούς πολυκομματισμού; Θα εξηγήσω γιατί αυτοί οι φόβοι δεν ευσταθούν.
Πρώτα, ας δούμε γιατί η Αριστερά –ένα κόμμα που βρισκόταν σε μακρόχρονη κρίση– κέρδισε τους νέους και μέσω αυτών μια ισχυρότερη παρουσία στη Βουλή. Ο πρώτος λόγος είναι η τεχνολογική στρατηγική της προεκλογικής καμπάνιας. Η αρχηγός του κόμματος, η φεμινίστρια Χάιντι Ράιχινεκ, αξιοποίησε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου τα μηνύματα του κόμματος κοινοποιήθηκαν εκατομμύρια φορές. Ιδιαίτερα στο TikTok –όπου μέχρι πρότινος κυριαρχούσε η AfD– η παρουσία της Αριστεράς ήταν καθοριστική.
Ομως, το μέσο από μόνο του δεν αρκεί χωρίς ένα ξεκάθαρο μήνυμα. Και εδώ βρίσκεται ο βασικός λόγος για την εκλογική αναγέννηση της Αριστεράς: η ακέραιη και χωρίς υπεκφυγές άρθρωση θέσεων, ακόμα και όταν αυτές είναι μειοψηφικές. Ο κυβερνητικός συνασπισμός βούλιαξε μέσα σε συμβιβασμούς. Οι Πράσινοι ξεκίνησαν με μια γενναία ατζέντα για την πράσινη μετάβαση, που όμως δεν εφαρμόστηκε λόγω των αντιδράσεων των Φιλελευθέρων. Η μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης έκανε αρχικά σημαντικά βήματα, διευκολύνοντας τη μετανάστευση ειδικευμένων ατόμων και μεταρρυθμίζοντας τον νόμο περί ιθαγένειας. Οι επιθέσεις στο Ασάφενμπουργκ και στο Σόλινγκεν ωστόσο αρκούσαν για να την θέσουν σε κατάσταση πανικού, με αποτέλεσμα να καταλήξει να ακολουθεί τις θέσεις που υπαγόρευε το CDU από φόβο μήπως χάσει από αυτό, το οποίο με τη σειρά του κατέληξε να ακολουθεί τις θέσεις της AfD για το ίδιο κίνητρο. Ο ίδιος ο συνασπισμός διαλύθηκε επειδή δεν υπήρχε συμφωνία για τη διαχείριση του ελλείμματος.
Αλλά η λογική των συμψηφισμών δεν σταμάτησε ούτε μετά την πτώση της κυβέρνησης. Παρότι το CDU χρεώθηκε το τελευταίο κοινοβουλευτικό σκάνδαλο –όπου μια νομοθετική πρωτοβουλία ήρθε στο τραπέζι χάρη στις ψήφους της AfD– δεν πρέπει να παραβλέψουμε τη στάση των Φιλελευθέρων. Στηρίζοντας την πρόταση, το FDP έστειλε σαφές μήνυμα ότι προτιμά να ταυτιστεί με το CDU, επιδιώκοντας να εδραιωθεί ως αξιόπιστος κυβερνητικός εταίρος σε μια μελλοντική συντηρητική συμμαχία.
O βασικός λόγος για την εκλογική αναγέννηση της Αριστεράς στη Γερμανία είναι η ακέραιη και χωρίς υπεκφυγές άρθρωση θέσεων, ακόμα και όταν αυτές είναι μειοψηφικές.
Απέναντι σε αυτή την αμφισημία, η Αριστερά εξέφρασε σαφείς θέσεις. Καταδίκασε ανοιχτά τη σκλήρυνση της μεταναστευτικής πολιτικής, ανέδειξε ζητήματα που απασχολούν ιδιαίτερα τους νέους των αστικών κέντρων –όπως τα ενοίκια και η στέγαση– και μίλησε ξεκάθαρα για την ανάγκη φορολόγησης των υψηλών εισοδημάτων.
Εντέλει, οι νέοι αντάμειψαν τα δύο κόμματα που είχαν το θάρρος να μιλήσουν ανοιχτά για τις θέσεις τους – την Αριστερά και την AfD. Και ιδιαίτερα η επιτυχία της Αριστεράς μοιάζει με «παλιομοδίτικη» επανάσταση απέναντι στα κόμματα που δεν εμμένουν στις αρχές τους, που κάνουν υπερβολικούς συμβιβασμούς (οι οποίοι, αν και δημοκρατική αξία, καταλήγουν συχνά σε υπολογιστική πολιτική), που έριξαν την κυβέρνηση κυνηγώντας μικροκομματικά οφέλη, που αποδέχονται την AfD ως ρυθμιστή της ατζέντας, ενώ παρακάμπτουν θέματα κοινωνικού ενδιαφέροντος. Αντίστοιχα, οι νέοι επιβράβευσαν την Αριστερά επειδή επέδειξε πολιτική σαφήνεια με καθαρό λόγο, χωρίς υπεκφυγές.
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι γιατί οι νέοι στρέφονται στα άκρα, αλλά γιατί οι μεγαλύτεροι δεν ανησυχούν περισσότερο.
*O κ. Ηλίας Ντίνας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και κάτοχος της ελβετικής έδρας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας.

