Το όνειρο της προσιτής κατοικίας παραμένει άπιαστο

Το όνειρο της προσιτής κατοικίας παραμένει άπιαστο

3' 14" χρόνος ανάγνωσης

Η μεγάλη άνοδος των τιμών κατοικίας (+55% την τελευταία πενταετία, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος), σε μια χώρα όπου ο πληθυσμός μειώνεται και τα οικογενειακά εισοδήματα αυξάνονται αργά, φαίνεται να έχει βρει απροετοίμαστη την κυβέρνηση, όπως άλλωστε και τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις. Πράγματι, είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς διαφορετικά τις αλλεπάλληλες αστοχίες πολιτικής στον τομέα αυτόν: το θεαματικό αυτογκόλ της «χρυσής βίζας», την απελπιστική ανεπάρκεια στη ρύθμιση της αγοράς βραχυχρόνιων μισθώσεων και εσχάτως τη διοχέτευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης σε προγράμματα επιδότησης στεγαστικών δανείων. Σε μια αγορά όπου η προσφορά νέων κατοικιών είναι περιορισμένη, η τόνωση της ζήτησης ήταν αναπόφευκτο να προκαλέσει αύξηση των τιμών, κάνοντας ακόμη πιο δυσπρόσιτο τον στόχο της προσιτής κατοικίας.

Αυτή η έλλειψη προετοιμασίας έχει βαθιές ρίζες. Στη χώρα μας, το ενδιαφέρον του επίσημου κράτους για τη στεγαστική πολιτική υπήρξε παραδοσιακά χαμηλό. Οι στεγαστικές ανάγκες κατά κανόνα καλύπτονταν με «αυθόρμητο» τρόπο: την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα (και του κοινού νομίσματος) από τα χαμηλά επιτόκια των στεγαστικών δανείων, στη μεταπολεμική περίοδο μέσω της αντιπαροχής, στον Μεσοπόλεμο μέσω της αυθαίρετης δόμησης. Η εμμονή με την ιδιοκατοίκηση και η πλήρης αποχή του κράτους από τη μέριμνα για την παροχή κοινωνικής κατοικίας με ενοίκιο υπήρξαν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η αδιαφορία για τη στεγαστική πολιτική κορυφώθηκε με την κατάργηση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ένα από τα μέτρα του πρώτου μνημονίου), η οποία στέρησε από το κράτος το ελάχιστο προσωπικό με εξειδικευμένες γνώσεις που διέθετε έως τότε.

Σε αυτό το περιβάλλον, ενώ π.χ. η Πορτογαλία αξιοποίησε από την αρχή τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης για τη χρηματοδότηση ενός φιλόδοξου σχεδίου κατασκευής 26.000 κοινωνικών κατοικιών, οι οποίες αναμένεται να παραδοθούν εντός του 2026, στη χώρα μας την περασμένη Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025 –μόλις ενάμιση χρόνο πριν από την εκπνοή του Ταμείου Ανάκαμψης– η αρμόδια υπουργός παρουσίασε στο υπουργικό συμβούλιο «σχέδιο νόμου για την πλήρη αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου του προγράμματος κοινωνικής αντιπαροχής». Η ελπίδα της κυβέρνησης είναι μέχρι το καλοκαίρι να κινηθούν οι διαδικασίες για τον πρώτο διαγωνισμό, που προσδοκάται ότι τελικά θα οδηγήσει στην κατασκευή από ιδιώτες 100-150 διαμερισμάτων, τα οποία θα παραχωρηθούν στο κράτος ώστε να μπορέσουν στη συνέχεια να ενοικιάζονται ως κοινωνικές κατοικίες.

Η κριτική στην κυβέρνηση για τις ατελέσφορες επιλογές και για τα αργά ανακλαστικά είναι επιβεβλημένη – και ταυτόχρονα εύκολη. Ισως έχει μεγαλύτερη αξία να κρατήσουμε τα θετικά και να αναλογιστούμε πώς μπορεί η χώρα μας να αποκτήσει μια σύγχρονη στεγαστική πολιτική που να διευκολύνει τους νέους ανθρώπους της να πραγματοποιήσουν το άπιαστο σήμερα όνειρο της πρόσβασης σε προσιτή κατοικία.

Τα χιλιάδες ακατοίκητα σπίτια δεν θα έρθουν ποτέ στην αγορά για πώληση εάν δεν αυξηθεί το (φορολογικό και άλλο) κόστος τού να μένουν κενά.

Πρώτα τα θετικά. Εστω και την (προ)τελευταία στιγμή, η στροφή της κυβέρνησης προς την κοινωνική ενοικιαζόμενη κατοικία είναι ευπρόσδεκτη. Επίσης ευπρόσδεκτη είναι η διακηρυγμένη πρόθεσή της για τη δημιουργία κεντρικού φορέα διαχείρισης των κοινωνικών κατοικιών και επιλογής των δικαιούχων, που θα καλύψει το κενό που άφησε η κατάργηση του ΟΕΚ. Τέλος, η εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στην αξιοποίηση των ακινήτων του Δημοσίου φαίνεται ρεαλιστική επιλογή, στον βαθμό που ούτε η κεντρική κυβέρνηση ούτε η τοπική αυτοδιοίκηση διαθέτουν την τεχνογνωσία ή το προσωπικό για να φέρουν εις πέρας αυτό το έργο.

Κατά τα άλλα, η εξασφάλιση προσιτής κατοικίας απαιτεί δύσκολες επιλογές, που αναπόφευκτα θα δυσαρεστήσουν πολλούς ιδιοκτήτες. Ας αναφερθεί μόνο μία: οι εκατοντάδες χιλιάδες κατοικίες που είναι σήμερα ακατοίκητες ή κατοικούνται για λίγους μόνο μήνες τον χρόνο, ή από πολύ λιγότερα άτομα από όσα μπορούν να φιλοξενήσουν, δεν θα έρθουν ποτέ στην αγορά για πώληση εάν δεν αυξηθεί το (φορολογικό και άλλο) κόστος τού να μένουν κενές ή να υποχρησιμοποιούνται.

Πέρα από τις πρόσφατες αστοχίες πολιτικής, τα απλησίαστα ενοίκια είναι επίσης αποτέλεσμα της χαριστικής αντιμετώπισης της ακίνητης περιουσίας από ιδρύσεως ελληνικού κράτους.

*Ο κ. Μάνος Ματσαγγάνης είναι καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου και επικεφαλής του Προγράμματος Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT