Μετά τις διπλές εκλογές του 2023, αναρωτιόμασταν αν η δεύτερη τετραετία του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου μπορούσε να τελεσφορήσει με βασικά προτάγματα την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας (που επιτεύχθηκε λίγους μήνες αργότερα και σήμερα κανείς δεν θυμάται) και την υπόσχεση για σταδιακή αύξηση του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ έως το 2027. Και κοιτάξτε πού βρισκόμαστε σήμερα.
Ηταν σαφές ήδη από τότε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον κυβερνητικό σχεδιασμό. Στην πραγματικότητα, τσαλαβουτούσε ακόμη στα απόνερα της κρίσης, που θεωρητικά είχε ολοκληρώσει τον αιμοσταγή κύκλο της πέντε χρόνια νωρίτερα. Παρά την αναβαπτισμένη εντολή, όλη η κυβερνητική ρητορική εστιάστηκε με πάθος σε καθαρά οικονομίστικους στόχους· ένας πολιτικός αντιπερισπασμός, που τώρα μπορούμε να υποθέσουμε ότι γινόταν με την πικρή επίγνωση της αδυναμίας της να προχωρήσει σε καθοριστικές μεταρρυθμίσεις που θα βελτίωναν τη ζωή των πολλών. Μόνο μετά το «καμπανάκι» της χλιαρής επίδοσης στην ευρωπαϊκή κάλπη μπήκαν άρον άρον στην κυβερνητική ατζέντα θέματα καθημερινότητας.
Αν θέλει η κυβέρνηση να κάνει restart, πρέπει να δει εκεί όπου απέφευγε να κοιτάξει. Οσο άσχημο είναι αυτό που θα αντικρίσει.
Και αυτό είναι ένα από τα μεγάλα προβλήματα της κυβέρνησης. Σπεύδει να σβήσει τη φωτιά αφού πρώτα έχει φουντώσει. Το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ μας λέει ακριβώς αυτό: Ο μεταρρυθμιστικός οίστρος, όσον αφορά τον ταλαίπωρο ελληνικό σιδηρόδρομο, είχε εξαντληθεί σε λόγια και σε πρακτικές που δεν διέφεραν στο παραμικρό από «τα παλιά». Ανθρωπος με βαθιά γνώση της ελληνικής σιδηροδρομικής πραγματικότητας μου έλεγε ότι στην Αυστρία η εκπαίδευση για την πρόσληψη σταθμαρχών διαρκεί δύο χρόνια, για να προσληφθεί στο τέλος, ύστερα από αυστηρές εξετάσεις, μόλις το 20% των υποψηφίων. Στην ωραιότερη χώρα του κόσμου, η αντίστοιχη διαδικασία έχει ταχύρρυθμο χαρακτήρα (αλίμονο), είναι, δηλαδή, μόλις εξάμηνης διάρκειας, και στο τέλος προσλαμβάνονται όλοι, ανεξαρτήτως επίδοσης.
Βεβαίως, αρκεί μια ματιά σε επιλογές για την πλήρωση θέσεων ευθύνης σε μια σειρά δημόσιων οργανισμών για να καταλάβουμε τι στενάχωρη κατάληξη είχαν οι προ του 2019 θούριοι περί αριστείας. Δεν είναι μόνον η πεπατημένη, που οδηγεί μαθηματικά σε καταβαράθρωση κάθε έννοιας αξιοκρατίας, το σύνηθες βόλεμα πολιτευτών της «παράταξης», αλλά και η καθόλου σπάνια παντελής αναντιστοιχία επαγγελματικής εμπειρίας με το αντικείμενο. Θα είχαμε καλύτερους υπουργούς Μεταφορών αν ήξεραν με τι μοιάζει ένας συρμός του μετρό ή ένα βαγόνι του τρένου που κάνει το δρομολόγιο Αθήνα – Χαλκίδα. Είναι μερικές φορές τόσο χαώδης η ψυχική απόσταση που χωρίζει την πολιτική ηγεσία από αυτό που καλείται να βελτιώσει, να προστατεύσει και να φροντίσει, που κανείς στο τέλος δεν εκπλήσσεται για την πλασματική εικόνα των επιτελών για το αντικείμενό τους. Και αυτό συμβαίνει γιατί, δυστυχώς, πολύ συχνά απουσιάζει η προσωπική εμπλοκή, το προσωπικό βίωμα. Το δυστύχημα των Τεμπών είναι ένας καθρέφτης που υποχρεώνει την κυβέρνηση να κοιτάξει εκεί όπου απέφευγε να κοιτάξει. Τώρα, δεν έχει άλλη επιλογή.

