«Τα όνειρα είναι meta». Μακάρι να μου ανήκε η φράση, αλλά «ούτε καν» κατά την τρέχουσα νεανική αργκό, αφού ανήκω στη γενιά Χ και χάνω μερικούς σφυγμούς του παρόντος. Ειπώθηκε από ένα μέλος της γενιάς Ζ, έναν άνθρωπο του «τώρα» δηλαδή. Παρακολουθούσαμε μια κινηματογραφική ταινία, στην οποία η αφήγηση που αναπτυσσόταν γραμμικά πάνω στον άξονα του χρόνου διακόπηκε ξαφνικά από σκηνές που δεν ταίριαζαν στην ιστορία. Πριν προλάβω να το συνειδητοποιήσω καλά καλά, ο νεαρός Ζ είπε: «Α, είναι όνειρο».
Η άμεση κατανόηση της σεναριακής δομής είναι προϊόν της τριβής του με την παρούσα ποπ κουλτούρα. Είναι απόρροια της διαπίστωσης πως συχνότατα, σε όλο και περισσότερα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά είδη (ταινίες ή σειρές τρόμου και μυστηρίου, δράματα, κωμωδίες κ.λπ.) το σενάριο εντάσσει σκηνές ονείρων στην αφήγηση. Ονειρα γλυκά ή εφιάλτες δεν έχουν καμιά σκηνοθετική, σκηνογραφική, ενδυματολογική, φωτιστική «επισήμανση», που να προϊδεάζει τον θεατή ότι εισέρχεται σε έναν φανταστικό κόσμο.
Στο σινεμά, αυτό μπορεί να γίνει αποπροσανατολιστικό, αλλά γρήγορα το μαθαίνουμε. Τι γίνεται όμως όταν οι πρωταγωνιστές της αληθινής ζωής είναι τύποι με μαύρα ρούχα και καπέλο σαν τους παλιούς κακούς των γουέστερν αλλά λέγονται Μασκ; Οταν έχουν πορτοκαλί μαλλί και κόκκινο πρόσωπο σαν τους χαρακτήρες των παιδικών κινουμένων σχεδίων αλλά κυβερνούν τις Ηνωμένες Πολιτείες; Αν είναι παιδιά μεταναστών που μισούν τους μετανάστες ή γκέι που λένε ατάκες ομοφοβικών σαν ρόλοι σε Cringe Comedy με τον Στιβ Καρέλ; Τότε, τα όρια μεταξύ αλήθειας και μυθοπλασίας θολώνουν.
Η σύγχυση πραγματικότητας και φαντασίας στην καθημερινή ζωή, ως παγκόσμιο φαινόμενο, διαπιστώθηκε από τους κοινωνιολόγους κατ’ αρχάς την περίοδο των εγκλεισμών της πανδημίας. Η μέρα κυλούσε μέσα στη νύχτα και η νύχτα στο πρωινό, το πλαίσιο που ρύθμιζε την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας βούλιαζε σε μια τρομακτική ρευστότητα. Ξυπνούσαμε μέσα σε δυστοπικό εφιάλτη, κι εκεί έπρεπε να ζήσουμε. Ο ύπνος μας είχε διαταραχτεί, αρχίσαμε να φοβόμαστε τα όνειρά μας γιατί όπως έδειξαν οι έρευνες αργότερα, περιγράφονταν συχνά με τις λέξεις «θυμός», «θλίψη», «σώμα», «υγεία» και «θάνατος».
Σήμερα που ο καθαρός λόγος τείνει να αχρηστευθεί, με την ακροδεξιά AfD σχεδόν να διπλασιάζει τα ποσοστά της στη Γερμανία, με εύθραυστη την εκεχειρία στη Γάζα, είναι άραγε ένδειξη θρασύτητας να στοχάζεται κανείς «το ονειρικό»; Μάλλον είναι πιο αναγκαίο από ποτέ.

