Πριν ακόμη επανεκλεγεί στο προεδρικό αξίωμα, o Ντόναλντ Τραμπ άρχισε να δοκιμάζει απροκάλυπτα τα συνταγματικά όρια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η ηθική συναυτουργία του με τους στασιαστές του Καπιτωλίου μετά τις εκλογές του 2020, η άρνησή του να αποδεχθεί το αποτέλεσμα της κάλπης, η εμπρηστική στάση απέναντι στους δικαστικούς θεσμούς όταν τόλμησαν να τον ελέγξουν και ο διχαστικός προεκλογικός του λόγος είχαν αφαιρέσει κάθε σασπένς για το τι θα κόμιζε η δεύτερη θητεία του. Τα μέτρα-πογκρόμ που υιοθετεί σήμερα για τη Δικαιοσύνη και τη δημοσιοϋπαλληλία αποτελούν εφαρμογή μιας συνεπούς πολιτικής θέσης.
Προσβάλλει η θέση αυτή το σύνταγμα των ΗΠΑ; Εάν εστιάσει κανείς στις επιμέρους διατάξεις του, η απάντηση δεν είναι προφανής ούτε έχει μεγάλη σημασία. Είτε μας αρέσει είτε όχι, αυθεντικός ερμηνευτής τους δεν είμαστε εμείς αλλά το, φίλα προσκείμενο στον νυν πρόεδρο, U.S. Supreme Court. Η μείζων πρόκληση της διακυβέρνησης Τραμπ είναι άλλη. Δεν πριονίζει τα κλαδιά αλλά τις ίδιες τις ρίζες του συνταγματικού δέντρου. Κλονίζει ευθέως τη στατική του ισορροπία, εκείνη την οποία εξασφαλίζουν τα «checks and balances», τα θεσμικά αντίβαρα στην εξουσία. Οι πατέρες του αμερικανικού συντάγματος ανησυχούσαν ιδιαίτερα για την κατάχρηση της δημόσιας ισχύος. Για να την αποτρέψουν, δημιούργησαν ένα μηχανισμό αντίρροπων θεσμών: πρόεδρος, κυβερνήτες πολιτειών, ομοσπονδιακή Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων, πολιτειακά κοινοβούλια, ισόβιοι δικαστές για να ασκούν έλεγχο συνταγματικότητας. Η λογική του αμερικανικού μοντέλου των αντιβάρων περιγράφεται από τον Τζέιμς Μάντισον, έναν από τους ιδρυτές του: «Η φιλοδοξία θα υπάρχει για να εξουδετερώνει τη φιλοδοξία» (ambition will be made to counteract ambition).
Η διακυβέρνηση Τραμπ δεν πριονίζει τα κλαδιά αλλά τις ίδιες τις ρίζες του συνταγματικού δέντρου. Κλονίζει ευθέως τη στατική του ισορροπία, την οποία εξασφαλίζουν τα θεσμικά αντίβαρα στην εξουσία.
Η προσέγγιση Τραμπ θέτει τον ακριβώς αντίθετο στόχο: την εξουδετέρωση των αντιβάρων. Ο ίδιος επιθυμεί ένα παίγνιο χωρίς διαιτητές και αντιπάλους. Μια και η συγκυρία τού έχει επιτρέψει να ελέγχει, μέσω των Ρεπουμπλικανών, το σύνολο σχεδόν των πολιτικών θεσμών, πυροβολεί πλέον κατά των αντιβάρων τα οποία δεν έχουν πολιτικά χαρακτηριστικά: Καταγγέλλει τα δικαστήρια, αλώνει τις ανεξάρτητες αρχές και απειλεί να εκδιώξει τους δημοσίους υπαλλήλους. Προτάσσει τη νομιμοποίηση –εκείνη που του προσδίδει η άμεση ψήφος του λαού– στη νομιμότητα. Κατηγορεί (όχι πάντα άδικα) τις δομές του κράτους δικαίου για αναποτελεσματικότητα. Αναγνωρίζει ως πρωταρχικό κανόνα το συμφέρον της Αμερικής, η οποία μόλις τον ανέδειξε ηγέτη. Salus populi, suprema lex esto. Μπορεί ο ίδιος να μη θυμίζει τον Ιούλιο Καίσαρα, οι σημερινές ΗΠΑ έχουν ωστόσο πολλές ομοιότητες με την αρχαία Ρώμη, όταν η αύξηση της γεωπολιτικής ισχύος της συνδυάστηκε με την εκ των έσω κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών της. Οι ΗΠΑ τείνουν να μετατραπούν σε αυτοκρατορία με δημοκρατικό περιτύλιγμα και ο νυν πρόεδρος δεν κρύβει ότι το επιχειρεί συνειδητά. Εστω κι αν έτσι πραγματώνει τους χειρότερους φόβους των πατέρων του αμερικανικού συνταγματισμού.
Την προσπάθειά του διευκολύνει η γήρανση του συνταγματικού οικοδομήματος. Οι Αμερικανοί επαίρονται για την ανθεκτικότητα του συντάγματός τους, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 4 Μαρτίου 1789. Μήπως όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει τόσο ώστε να χρειάζεται μια νέα θεσμική ματιά για σειρά ζητημάτων, όπως η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, ο εκλογικός νόμος, οι υπερεξουσίες του προέδρου ή η συνταγματική κατοχύρωση κάποιων διοικητικών δομών; Αν ερωτηθούν, οι περισσότεροι στις ΗΠΑ θα απαντήσουν αρνητικά, με την υπεροψία των πολιτών μιας αυτοκρατορίας. Οπως κάποιοι αιθεροβάμονες ή πονηροί, που γκρινιάζουν για το VAR στο ποδόσφαιρο. Ο αμερικανικός συνταγματισμός έχει ανάγκη από διορθωτικούς μηχανισμούς αντίστοιχους του VAR, σε μια εποχή όπου ο πολιτικός πρωταθλητής του ξηλώνει μεθοδικά τους διαιτητές και τους επόπτες.
*Ο κ. Γιώργος Δελλής είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

